Σε πρόσφατο φύλλο της καλής τοπικής εβδομαδιαίας εφημερίδας ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΗ ΕΣΤΙΑ δημοσιεύτηκε μια ανώνυμη καταγγελτική επιστολή που αφορούσε στη διοργάνωση της "Αλεξιάδας", της σειράς δηλαδή εκδηλώσεων που διοργάνωσε ο Δήμος Καστοριάς, ένα είδος βυζαντινού φεστιβάλ, στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων απελευθέρωσης της πόλης από τον οθωμανικό ζυγό. Δίνω λοιπόν πρώτα το κείμενο του άγνωστου επιστολογράφου κι αμέσως μετά μια δική μου απάντηση (με πλήρες όνομα στην υπογραφή) που επίσης δημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα μια βδομάδα αργότερα:
________________________________________________________
Αλεξιάδα: «Ώδυνεν όρος και έτεκε …τι;»Δεν μπορεί παρά να είναι θετικά διακείμενος κανείς ως προς τις προθέσεις του Δημάρχου και της Δημοτικής αρχής απέναντι στην πρωτοβουλία που είχαν να κάνουν την πολιτιστική υπέρβαση με την ΑΛΕΞΙΑΔΑ. Πλην όμως, άλλο πράγμα οι προθέσεις και άλλο το αποτέλεσμα, ιδιαίτερα όταν η υλοποίησή του έχει σχέση με το δημόσιο χρήμα.Καλές και άγιες οι προσωπικές φιλοδοξίες, αρκεί να έχουν μια ελάχιστη ποιότητα, διαφορετικά κινδυνεύουν να παρεξηγηθούν κ. Δήμαρχε.Και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων δηλώνουμε ότι. Η πλήρης ανυπαρξία πολιτισμού δεν αποτελεί καθ’ οιονδήποτε λόγο σωσίβιο σωτηρίας κάθε υποκειμενισμού. Επειδή, κάθε μορφή έκφρασης παράλληλα με το σώμα των ιερέων που γνωρίζουν (;) τι κάνουν και γιατί το κάνουν χρειάζεται, και ένα σώμα πολιτών που να ξέρουν για ποιο λόγο γίνονται όλα όσα συμβαίνουν κ. Δήμαρχε. Και επειδή εμείς δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις βαθύτερες ευαισθησίες, τα βαθύτερα νοήματα των όσων έλαβαν χώρα θα θέλαμε, εσείς ή κάποιοι που έχουν τη γνώση να μας εξηγήσουν. Να εξηγήσουν σ’ εμάς τους απλούς θνητούς το περιεχόμενο των θαυμάτων τους!Να μας εξηγήσουν, κατά πόσο συνάδει για παράδειγμα ο μεσαιωνικός με τον Βυζαντινό πολιτισμό, πως και πότε διαχωρίζονται χρονικά και πνευματικά, δεδομένου ότι κάθε τι που διέφευγε του θεολογικού εκκλησιαστικού θεωρείτο παγανισμόςεπί βυζαντίου. Τι είναι και πως εκφράζεται ο Βυζαντινός πολιτισμός δηλαδή. Ποια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, και που, σε τι εξαντλείται; Στους αρχιερατικούς εσπερινούς και λειτουργίες ή στην ήσσονος καλλιτεχνικής πληρότητας βυζαντινή χορωδία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών;(Ποια η σκοπιμότητα εμπλοκής της εκκλησίας η οποία και κυριάρχησε αλήθεια;)Μήπως θα έπρεπε να πληροφορήσει κάποιος, εσείς κ. Δήμαρχε, τους υπευθύνους, ότι ένας από τους πλέον έγκυρους σύγχρονους εκπροσώπους του βυζαντινού μουσικού πολιτισμού είναι ο συνθέτης Χρ. Χάλαρης αλλά και ο Κίμων Καράς επίσης, μια συναυλία του οποίου, των οποίων θα δικαίωνε τον όρο;Αλλά και ο Δυτικός Μεσαιωνικός πολιτισμός τι είναι για σας και πως εκφράζεται κ. Δήμαρχε;Δια των τυμπανοκρουσιών και παρελάσεων με ήσσονος σημασίας ενδυματολογικές παρουσίες ή δια των εφίππων Σταυροφόρων η εικόνα των οποίων δημιούργησε τραυματικά συναισθήματα στους πιστούς, φέρνοντας στην επιφάνεια το 1204, την άλωση και την λεηλασία της βασιλεύουσας.Θα περιμέναμε αν μη τι άλλο ένα ελάχιστο δείγμα Μεσαιωνικού πολιτισμού από τους υπευθύνους κ. Δήμαρχε. 1-2 κουαρτέτα μεσαιωνικής μουσικής για παράδειγμα. Μια μικρή όπερα, και αν όχι, τουλάχιστο 1-2 λυρικές φωνές που θα ερμήνευαν άριες της εποχής.Όμως αντί για αυτό τι είδαμε; Είδαμε τον Αηδονίδη να επωμίζεται, ποιητική αδεία, το βάρος σύνδεσης σημερινού και βυζαντινού πολιτισμού με μια, εμβόλιμη, ποιητική και πάλι αδεία, παρουσία επί σκηνής του Κ. Καβάφη.Ποιητική αδεία όλα επιτρέπονται κ.Δήμαρχε, αρκεί να υπάρχει πίσω τους ελάχιστη ποίηση που να δικαιολογεί την ύπαρξή τους, διαφορετικά, κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, χωρίς αισθητικό, διανοητικό περιεχόμενο καταλήγει ματαιοδοξία.Ποιο δόκιμο θα ήταν να συναντήσει τον Αθ. Χριστόπουλο, έναν εξέχοντα ποιητή του ρομαντισμού γόνο της πόλης παρά τον Κ. Καβάφη.Αν γίνεται ειδική αναφορά στο μουσικό θεατρικό δρώμενο, γίνεται γιατί ήταν το μόνο που πληρούσε τις ελάχιστες σκηνικές και αισθητικές προδιαγραφές, σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα που έλαβαν χώρα τα οποία είχαν παντελή έλλειψη αισθητικής, στερούνταν σοβαρότητας και ήταν ως μη γενόμενα, παντελώς ανύπαρκτα.Θα δικαιολογούσε βέβαια κανείς την εμμονή στις Δυτικές αναφορές τις οποίες δεν είδαμε δυστυχώς, αν αυτό συνδυαζόταν με κάποιες Βαλκανικές αναφορές, παρουσίες κ. Δήμαρχε.Η παντελής απουσία Βαλκανικής αναφοράς όμως, αποδεικνύει όχι μόνο την ανυπαρξία προβληματισμού, αλλά και μια πολιτική οριοθέτηση των υπευθύνων, για να μην μιλήσουμε για ελλιπή ιστορική γνώση του πολιτισμού των Βαλκανίων μέρος των οποίων υπήρξε και είναι η ευρύτερη περιοχή και η πόλη μας ιδιαίτερα.Η απουσία ενός τέτοιου άξονα αποδυνάμωσε εν τη γενέσι του το όλο εγχείρημα. Οι στρατηγικές είναι, θα πρέπει να είναι, μείζονα αιτήματα μιας Δημοτικής αρχής που στην προκειμένη περίπτωση απουσίαζε παντελώς, πέφτοντας θύμα πιθανώς της καλής προαίρεσης των ημετέρων.Δυστυχώς το βάρος του εγχειρήματος ήταν μεγαλύτερο των δυνατοτήτων για μια αίσια έκβαση που θα δικαίωνε τις ευ- γενείς προθέσεις και τις προσωπικές επιλογές των κρατούντων, που, ως άλλοι από μηχανής θεοί, θα επέφεραν την προσδοκώμενη πολιτιστική αναγέννηση της πόλης!Πιστεύουμε ότι θα συμφωνείτε πως, η, με το έτσι θέλω τοποθέτηση και αναγόρευση σε μείζονα καλλιτεχνικά υποκείμενα των υμετέρων δεν εκφράζει μια δημοκρατική πολιτεία κ. Δήμαρχε. Η Αυλές και οι Αυλικοί δεν ήταν μέρος των προγραμματικών σας δεσμεύσεων.. Δυστυχώς, αυτό που είδαμε, ούτε φεστιβάλ ήταν, ούτε πολιτισμός, μάλλον με πανηγύρι χαμηλής ποιότητος, θέαμα για πληβείους έμοιαζε περισσότερο, παρά με ότι τόσο επίμονα αναγγέλθηκε.Λυπούμαστε γιατί είμαστε λιγότερο αυστηροί από όσο θα έπρεπε, καθώς το θέαμα ήταν επιεικώς απαράδεκτο, τόσο, που άγγιζε τα όρια της ύβρεως, καθώς το χαρακτήριζε μια Βαβυλωνιακή σύγχυση, και έλλειψη σεβασμού προς την πόλη και τους πολίτες της.Ευθύνη μας όμως είναι η αλήθεια και η προστασία της αξιοπρέπειας της πόλης και των πολιτών όπως αναφέρθηκε.Για οργάνωση και σεβασμό στον πολίτη ουδείς λόγος βέβαια!Επιστολή πολίτη στην εφημερίδα ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΗ ΕΣΤΙΑ (20-9-2012)
Κι εδώ η δική μου απάντηση:
Παράσταση
βρυκολάκων…
Τακτικός αναγνώστης της
«Καστοριανής Εστίας», που χρόνια τώρα
εκδίδει με θαυμαστό μεράκι ο φίλτατος Δημήτρης Ιατρίδης, συχνά διαβάζω κείμενα,
άρθρα, χρονογραφήματα ή και επιστολές αναγνωστών που μου κινούν το ενδιαφέρον
ή, έστω, την περιέργεια, άλλοτε από τον ευφάνταστο τίτλο τους κι άλλοτε από
αυτό και μόνο το όνομα του υπογράφοντος. Και βεβαίως ουδείς έχει το δικαίωμα να
εμποδίσει τον καθένα να εκφράζει τις απόψεις του ή να ασκεί κριτική, ακόμη και
με μαχητικό κι επιθετικό τρόπο, αρκεί να τηρεί τον στοιχειώδη κι αυτονόητο
κανόνα: Να υπογράφει τα κείμενά του!
Στο τελευταίο λοιπόν
φύλλο της εφημερίδας έπεσε το μάτι μου σ’ ένα τέτοιο κείμενο με τον αβανταδόρικο
τίτλο «Ώδυνεν όρος και έτεκεν …τι;».
Το διάβασα με έντονο ενδιαφέρον, καθώς διαπίστωσα από την πρώτη κιόλας
παράγραφο (όπως πράγματι πρέπει να συμβαίνει σ’ ένα σωστά δομημένο κείμενο) ότι
αναφερόταν σ’ ένα σημαντικό θέμα της τοπικής επικαιρότητας, αυτό της διαβόητης «Αλεξιάδας» που τόσο θόρυβο προκάλεσε
και τόσα αντικρουόμενα σχόλια, τα περισσότερα – δικαίως – επικριτικά. Δυστυχώς
το κείμενο ήταν ανυπόγραφο κι έτσι δε στάθηκε δυνατόν να εκτιμήσω επαρκώς τις
προθέσεις του γράφοντος, δεδομένου ότι συχνά πίσω από έναν επικριτικό
σχολιασμό, φαινομενικά εύστοχο, υποκρύπτονται διαβλητές προθέσεις και
υποκειμενικές υστεροβουλίες.
Χωρίς λοιπόν να
αισθάνομαι την ανάγκη να διαδηλώσω τις δικές μου καθαρές προθέσεις (κρίνονται
κι αυτές άλλωστε απ’ τον καθένα) και πάντως χωρίς ανιχνεύσιμη υστεροβουλία, μιας
και μου είναι άγνωστος ο συντάκτης της επιστολής, σπεύδω μετά λύπης μου να
υποδυθώ τον συνήγορο του διαβόλου για μια διοργάνωση που πράγματι αξιολογήθηκε
αρνητικά από την κοινή γνώμη, αλλά στο εν λόγω κείμενο αξιοποιήθηκε ως αφορμή
για επίδειξη ιστοριογνωσίας και ανώτερης αισθητικής αντίληψης!
Πρώτα πρώτα το κείμενο μου
προκάλεσε εκνευρισμό με την επιτηδευμένη γλωσσική του λογιοσύνη που ατυχώς δεν
συγκάλυψε κάποιες εκφραστικές ασυναρτησίες (π.χ. «…στην ήσσονος καλλιτεχνικής πληρότητας βυζαντινή χορωδία…») ή
ανοίκεια εκφραστικά σχήματα (π.χ. «έλαβε
χώρα», έκφραση μη ελληνική μεταφερμένη από δυτικόπληκτους λόγιους στα καθ’
ημάς από την αγγλική).
Επί της ουσίας όμως,
δηλαδή στο επίπεδο των προτάσεων, το κείμενο εξετράπη σε κενολογίες και φαιδρούς
αναχρονισμούς προτείνοντας, ας πούμε, ένα είδος παράστασης …βρυκολάκων, μιας
και ο …Κίμων Καράς, που προβάλλεται ως κύρια πρόταση του επιστολογράφου -
υποθέτω πως δεν αποτελεί πρόσωπο μυθοπλαστικού παροξυσμού, αλλά πρόκειται για
τον ογκόλιθο της εκκλησιαστικής και δημοτικής μας παράδοσης Σίμωνα Καρά* - είναι
βέβαιο ότι θα αρνούνταν την …τιμητική πρόσκληση, όχι από αγένεια, αλλά γιατί
ήδη έχει εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο προ πολλών ετών πλήρης ημερών! Η υποτιμητική αναφορά στον έτερο, εν ζωή αυτή
τη φορά, ογκόλιθο της παράδοσής μας Χρόνη Αηδονίδη αποτελεί ούτως ή άλλως
αυταπόδεικτη ύβρη και την αντιπαρέρχομαι! Διάβασα επίσης πρόταση για μεσαιωνικά
κουαρτέτα και όπερες, αν και στην ιστορία της μουσικής οι συγκεκριμένες φόρμες
χρονολογούνται μετά τον 17ο αιώνα! Η όπερα, καθαρώς ιταλικό
δημιούργημα (με αρχαιοελληνικά πρότυπα), έχει ως επίσημη αφετηρία της το έτος
1607 με τον «Ορφέα» του Claudio Monteverdi. Κι ακόμη χειρότερα: Ο
πρωτοπόρος διαφωτιστής ποιητής του τόπου μας Αθανάσιος Χριστόπουλος ουδεμία φυσικά
σχέση είχε με το μεταγενέστερο και παρακμιακό ρεύμα του νοσηρού ρομαντισμού της
πρώτης αθηναϊκής σχολής που καλλιέργησαν οι Σούτσοι, ο Ραγκαβής, ο Αχιλλέας
Παράσχος και λοιποί Φαναριώτες ευγενείς!
Κι επειδή το ύφος
υποκρύπτει ήθος, δεν μπορώ παρά να εκφράσω την ενόχλησή μου για την επιδεικτική
υπεροψία του άγνωστου συντάκτη της επιστολής. Αναρωτιέμαι λοιπόν με μελαγχολία:
Η ταπεινότητα των κορυφαίων διανοητών αυτού του τόπου (Ρίτσος, Ελύτης, Γκάτσος,
Αναγνωστάκης…) δεν μας έχει πια διδάξει τίποτε;
Δ. Κ., φιλόλογος
_____________________________________________________________________
* Ο Σίμων
Καράς (1903-1999) ήταν μουσικολόγος και ερευνητής της Ελληνικής μουσικής παράδοσης
και κληρονομιάς. Πολλοί θεωρούν ότι χάρη στην πολύχρονη και επίπονη ερευνητική
του προσπάθεια διασώθηκε ένα μεγάλο κομμάτι της παραδοσιακής μουσικής, την
οποία κατέγραψε σε όλο το φάσμα της ελληνικής επικράτειας.
Γεννήθηκε
το 1903 στο χωριό Λέπρεον (Στροβίτσι η
παλαιότερη ονομασία) του νομού Ηλείας. Από πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησε η μύηση
του στη μουσική, από τον πατέρα του που έπαιζε ταμπουρά και τον ιερέα του
χωριού παπα-Στάθη Λαμπρινόπουλο που του έμαθε και τα πρώτα γράμματα και τον
ενθάρρυνε να συνεχίσει τις μουσικές σπουδές του.
Ο
Σίμων Καράς ήρθε στην Αθήνα
το 1921 έχοντας
εισαχθεί στη Νομική Σχολή, την οποία τελείωσε χωρίς να πάρει το πτυχίο.
Ο ίδιος ξεκίνησε τις προσωπικές του μουσικές σπουδές και έρευνες εκτός του χώρου
των οργανωμένων ωδείων, να μελετά τα θεωρητικά έργα των Αρχαίων Ελλήνων, των
Βυζαντινών και μεταβυζαντινών συγγραφέων, αναζητά, αποκρυπτογραφεί και
ερμηνεύει παλιά μουσικά χειρόγραφα βιβλιοθηκών όπως του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως, του Αγίου Όρους της Εθνικής Βιβλιοθήκης κ.α. Έτσι
καταφέρνει και γίνεται βαθμιαία ως ένας μοναδικός αυτοδίδακτος
μουσικοδιδάσκαλος.
Από
το 1931 μέχρι το 1934, ο Καράς ήταν ψάλτης στο εκκλησάκι του Προφήτη Ελισσαίου
στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Το 1929 είχε ιδρύσει το Σύλλογο προς Διάδοσιν
της Εθνικής Μουσικής, στον οποίο ανέπτυξε μέχρι το τέλος της ζωής του μία
πολύπλευρη και σημαντική δραστηριότητα, στην ψαλτική τέχνη και στο δημοτικό
τραγούδι με Σχολή έξι ετών και εντελώς δωρεάν φοίτηση, την Εκκλησιαστική
Χορωδία και τη Μεικτή Χορωδία Εθνικών Τραγουδιών, και τέλος χορευτική
ομάδα.
Οι
χορωδίες του συλλόγου είχαν πολλές εμφανίσεις στην εκπομπή Ελληνικοί
Αντίλαλοι, την οποία παρουσίαζε ο ίδιος ο Σίμων Καράς με θέμα πάντα την
παραδοσιακή μουσική από όλη την Ελλάδα, από τη χρονιά ίδρυσης του Ε.Ι.Ρ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) το 1937 μέχρι
το 1972. Έχει εκδώσει μεγάλο αριθμό βιβλίων και δίσκων κυρίως από το 1972 και
εξής.
Έχει
πραγματοποιήσει σε όλη την Ελλάδα καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών με
κασσετόφωνο τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκους καθώς επίσης όλες τις Ακολουθίες
και τους Ύμνους της Εκκλησίας. Πέθανε το 1999 σε ηλικία 96 ετών.
(Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)