Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ο Σπήλιος Μεντής μελοποιεί Γιάννη Ρίτσο

Ο άδικα λησμονημένος συνθέτης Σπήλιος Μεντής (1912-1969), κατ' επάγγελμα δημόσιος υπάλληλος (εφοριακός), μας έχει αφήσει μια θαυμάσια κληρονομιά δεκάδων μελωδικών κομματιών που κινούνται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ελαφρού και έντεχνου τραγουδιού. Μερικά τραγουδήθηκαν πολύ εκείνα τα χρόνια, αρχές του '60, και έκαναν αξιόλογη δισκογραφική καριέρα, όπως τα: "Καλοκαιράκι", "Κι όμως υπάρχει χαρά", "Η βάρκα", "Νεραντζιά", "Φτωχόπαιδο" κλπ. 
Το σημαντικό με την περίπτωσή του είναι ότι μελοποίησε και αρκετά ποιήματα μεγάλων μας ποιητών, κυρίως του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Τάσου Λειβαδίτη και του Λόρκα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η μελοποίηση μερικών πρώιμων ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, αλλά και μια προσπάθεια πιο σύνθετων έργων πάνω στις ποιητικές συνθέσεις Πυραμίδες και Εμβατήριο του ωκεανού, τα οποία ωστόσο δεν δισκογραφήθηκαν ποτέ επίσημα και παραμένουν ανέκδοτα.
Στην παρούσα συλλογή θα βρείτε συγκεντρωμένα όλα τα μελοποιημένα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου ερμηνευμένα από τους: Γιοβάννα, Σούλα Μπιρμπίλη, Μαρινέλλα,  Πέτρο Πανδή, Κλειώ Δενάρδου, Μπέτυ & Μιράντα Δήμα, Τέρη Χρυσό, Δέσποινα Μπεμπεδέλη και Λάκη Χαλκιά
Τα 4 ανέκδοτα κομμάτια με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη αποτελούν τον κύκλο "Γράμματα στο μέτωπο" και προέρχονται από ραδιοφωνική μετάδοση, ενώ το τραγούδι "Θάλασσα", καθώς και τα "Γράμματα από το μέτωπο", επίσης ανέκδοτα, με τον Λάκη Χαλκιά είναι παρμένα από τηλεοπτική εκπομπή του Βασίλη Δημητρίου (1977). 
Μερικά τραγούδια δίνονται σε περισσότερες από μία εκτελέσεις παρμένες όλες από δισκάκια 45 στροφών που κυκλοφόρησαν στα μέσα της δεκαετίας του '60. Περιλαμβάνονται επίσης και τρεις πολύ πρόφατες επανεκτελέσεις με την Αφροδίτη Μάνου και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη από το δίσκο "Θ' ακούσετε τραγούδια του Σπήλιου Μεντή" (1992).  
Το αρχείο κλείνει με ένα σπάνιο ντοκουμέντο: Ο Γιάννης Ρίτσος μιλάει για τον φίλο του Σπήλιο Μεντή!

 CD/vinyl Collection | Philips/Lyra/EMI | 1963-1992 | mp3 @256-320 | Αυτοσχέδια Εξώφυλλα

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Αργύρης Χιόνης: In memoriam

Ανήμερα τα Χριστούγεννα πέθανε ο καλός ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής Αργύρης Χιόνης (1943-2011).
Από το πρόσφατο βιβλίο του "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες" (2008) επιλέγω ένα ξεχωριστό διήγημα με τίτλο "Το οριζόντιο ύψος":

Μια φορά και έναν καιρό, πλάι σε ένα πανύψηλο υπερήφανο κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι' αυτό και τεντωνότανε αδιάκοπα στις μύτες των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα. Μάταιη προσπάθεια και αρκετά οδυνηρή γιατί, κάθε φορά που έκανε αυτή τη γυμναστική, για μέρες μετά την πόναγε ανυπόφορα η μέση της.
Το κυπαρίσσι, που παρακολουθούσε αφ' υψηλού τον αγώνα της αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης: "Δεν γνωρίζετε τι χάνετε αγαπητή μου αγριάδα, εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεσθε. Δίχως να θέλω διόλου να υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του κόσμου και θα ήταν ακόμα πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. Ωστόσο ευελπιστώ ή, μάλλον έχω τη βεβαιότητα ότι η βροχή θα λιώσει, σιγά σιγά, αυτά τα αναιδή βουνά και τότε θα δω τη Γουατεμάλα. Το σχέδιο αυτό είναι βεβαίως μακροπρόθεσμο, αλλά μπορώ να περιμένω, αφού ως γνωστόν, ζω επτακόσια χρόνια".
Η αγριάδα αν και δεν ήξερε ούτε που βρίσκεται αυτή η Γουατεμάλα ούτε αν τα βουνά λιώνουν από τη βροχή ούτε, ακόμη, αν είναι πολλά τα επτακόσια χρόνια, ακούγοντας αυτά τα ανήκουστα λόγια, ένιωθε την καρδιά της να μαραζώνει και, τις νύχτες που κοιμόταν, έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. Ψήλωνε, λέει, ψήλωνε τόσο, που ξεπερνούσε κατά πολύ στο μπόι το κυπαρίσσι, ξεπερνούσε ακόμη και τα πιο ψηλά βουνά κι έβλεπε από κει πάνω όχι μόνο τη Γουατεμάλα αλλά και το Ακαλακούμπα, χώρα ακόμα πιο μακρινή, ακόμα πιο ωραία, όπου οι άνθρωποι χόρευαν ένα γρήγορο χορό που τόνε λέγανε ρούμπα. Βέβαια όταν ξύπναγε το πρώτο πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα σαλιγκάρι τόσο αργοκίνητο, που έμενε στο οπτικό πεδίο της όλη τη μέρα, προκαλώντας της κατάθλιψη και κάνοντας την να μην βλέπει την ώρα πότε θα ξανανυχτώσει, για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί το μακρινό Ακαλακούμπα και τον γρήγορο χορό που τόνε λένε ρούμπα.
Έτσι ζούσαν κυπαρίσσι και αγριάδα, πλάι πλάι, αλλά το καθένα στον κόσμο του, ώσπου μια μέρα φθινοπωρινή (χρόνια πολλά, πάρα πολλά πριν τα επτακόσια), που ο ουρανός είχε ένα χρώμα μολυβί, μια λάμψη ξαφνική, ονόματι αστροπελέκι, χτύπησε κατακέφαλα το κυπαρίσσι και το έκαψε. Η βροχή που ακολούθησε, μπόρα τρικούβερτη, αντί να λιώσει τα βουνά που του κρύβαν τη Γουατεμάλα, τη στάχτη του έλιωσε και γκρίζα λάσπη την υπερηφάνεια του έκανε.
Η αγριάδα, άναυδη στην αρχή, όταν συνήλθε κάπως, μακάρισε το ελάχιστο της μπόι και θρήνησε το κυπαρίσσι, που -πως να το κάνουμε;- αν και φλύαρο και υπερφίαλο, της είχε χαρίσει το όνειρο των μεγάλων αποστάσεων, του απέραντου κόσμου.
Μετά απ' αυτό το θλιβερό γεγονός, σταμάτησε την έτσι κι αλλίως ανώφελη γυμναστική της και μόνο αραιά και που έβλεπε στον ύπνο της το εξωτικό Ακαλακούμπα. Κανένας όμως πια δεν χόρευε εκεί τη ρούμπα.
Ήτανε, βέβαια, ακόμα νεαρά και εστερείτο πείρας, που καν δεν γνώριζε τις φυσικές τις ιδιότητες. Έτσι, ένα ανοιξιάτικο πρωί, παραξενεύτηκε πολύ, νίωθοντας να τη φαγουρίζουνε οι ρίζες της, κι ακόμα πιο πολύ παραξενεύτηκε σαν είδε, δύο μέρες τρεις αργότερα, λίγο πιο κεί, μεσ' απ' το χώμα να προβάλει ένα μικρό, χλωροπράσινο βλαστάρι αγριάδας.
"Μπα, καινούργια απόχτησα γειτόνισσα!" ήταν η πρώτη σκέψη της, αλλά όταν είπε "καλωσόρισες, γειτόνισσα", άκουσε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να λέει και το βλαστάρι τα ίδια λόγια, να την καλοσωρίζει δηλαδή με την φωνή της. Το ίδιο έγινε, ακριβώς, άλλες δύο μέρες τρεις αργότερα, όταν καινούργιο εμφανίστηκε, πιο πέρα, βλασταράκι.
Μπορεί, λοιπόν, να ήταν άπειρη, αλλά κουτή δεν ήταν.Έτσι, κατάλαβε ότι στον εαυτό της μίλαγε, αφού τα νέα αυτά βλαστάρια από τις ρίζες της ξεπήδαγαν και σαρξ εκ της σαρκός της ήσαν.
Λόγια πολλά για να μην λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ' την αιωνιότητα, μέσα σε χρόνια ελάχιστα, πολύ πιο λίγα από τα επτακόσια, η αγριάδα είχε ρίζα τη ρίζα, καταβολάδα τη καταβολάδα, βλαστάρι το βλαστάρι, όλο το κάμπο καταχτήσει κι όλα τα βουνά ως τη κορφή τους και πιο πέρα. Για το πιο πέρα δεν μπορώ να πω, τα μάτια μου μονάχα ως τις βουνοκορφές την ακολούθησαν, πιο πέρα δεν άντεξαν. Έμαθα ωστόσο, από έγκυρες πηγές, πως έφτασε στο Ακαλακούμπα και πως στο δροσερό και καταπράσινο χαλί της χορεύουν τώρα γυμνοπόδαροι εραστές τη ρούμπα.
Επιμύθιο Ι: Όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεσαι, τόσο πιο μακριά από τ' αστροπελέκια είσαι.
Επιμύθιο ΙΙ: Δια του οριζοντίου ύψους, η απόστασις, εως το Ακαλακούμπα, καλύπτεται εις χρόνον κατά πολύ συντομότερον των επτακοσίων ετών.

 

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Ενα διήγημα του Χάρη Κανδηλώρου

Αν είναι έτσι, καλύτερα να μην είναι...

Μεγάλωσε κάποτε η μάνα, γέρασε λίγο.Δεν είχε πια όπως παλιά την ταχύτητα στη σκέψη, τη σπιρτάδα στην αντίληψη, τα αντανακλαστικά στο τιμόνι.
Απογοητευμένος ο γιος σκέφτηκε: Πάει. Δεν είναι πια αυτή που ήξερα. Δεν είναι αυτή η τετραπέρατη έξυπνη μάνα. Αχ, να μπορούσα να γυρίσω τους δείκτες του ρολογιού, να πάω πίσω τον χρόνο να γίνει όπως πριν. Μα δεν γίνεται. Αν είναι έτσι, καλύτερα να μην είναι...
Κάποια στιγμή, απότομα, η μνήμη χάθηκε. Επαναλήψεις και ασυνάρτητες σκέψεις στο θέατρο του παραλόγου πρόδιδαν πως ο εγκέφαλος υπέφερε.
Στεναχωρημένος ο γιος σκέφτηκε: Πάει. Δεν την αναγνωρίζω πια. Δεν είναι αυτή η μάνα που θυμόταν ως και την παραμικρή λεπτομέρεια.
Μια ακτινογραφία έδειξε τον δολοφόνο μέσα στο κρανίο. Αχ, να μπορούσα να γυρίσω τους δείκτες του ρολογιού, να πάω πίσω τον χρόνο να μην υπάρχει αυτός ο καρκίνος. Μα δεν γίνεται. Αν είναι έτσι, καλύτερα να μην είναι...
Δεν άργησε ο λόγος να γίνει φτωχός, διακεκομμένος.
Λυπημένος ο γιος σκέφτηκε: Πάει. Δεν υπάρχει ελπίδα. Δεν είναι αυτή η μάνα με τη λογοτεχνική φύση, με τα ποιήματα και τ’ άλλα. Αχ, να μπορούσα να γυρίσω τους δείκτες του ρολογιού, να πάω πίσω τον χρόνο να μιλάει και να σκέφτεται όπως παλιά. Μα δεν γίνεται. Αν είναι έτσι, καλύτερα να μην είναι...
Λίγο αργότερα το αριστερό πόδι άρχισε να μην υπακούει. Περπατούσε υποβασταζομένη. Σε λίγο τα δυο πόδια και το αριστερό χέρι αποκοιμήθηκαν τελείως. Η πολυθρόνα με τις τέσσερις ρόδες εμφανίστηκε μέσα στο μικρό σπίτι από το πουθενά.
Σοκαρισμένος ο γιος σκέφτηκε: Αλίμονο! Που πήγε η ευκίνητη μάνα που έτρεχε πάνω-κάτω; Αχ, να μπορούσα να γυρίσω τους δείκτες του ρολογιού, να πάω πίσω τον χρόνο να περπατάει ξανά κι ας μην έχει καθαρό λόγο. Μα δεν γίνεται. Αν είναι έτσι, καλύτερα να μην είναι...
Δεν πέρασαν λίγες μέρες και διαπίστωσε ότι ήταν τελείως τυφλή!
Συγκλονισμένος ο γιος σκέφτηκε: Πάει. Τελείωσε. Τυφλή η μάνα; Δεν είναι δυνατόν! Αυτή που έβλεπε και την παραμικρή τρίχα πάνω στο σακάκι μου; Αχ, να μπορούσα να γυρίσω τους δείκτες του ρολογιού, να πάω πίσω τον χρόνο κι ας μη μπορεί να κουνηθεί. Παράλυτη ναι, αλλά όχι και τυφλή! Μα δεν γίνεται. Αν είναι έτσι, καλύτερα να μην είναι...
Ξημέρωσε μια μέρα που η μιλιά έσβησε. Αναστεναγμοί μόνο που και που.
Καταρρακωμένος ο γιος σκέφτηκε: Πάει. Αυτό ήταν. Ούτε μια λέξη; Αυτή που δεν σταμάταγε να μιλάει, να τραγουδάει, να σφυρίζει. Αχ, να μπορούσα να γυρίσω τους δείκτες του ρολογιού, να πάω πίσω τον χρόνο. Παράλυτη και τυφλή, έστω! Αλλά ν’ ακούω τη φωνή της, μόνον αυτό. Μα δεν γίνεται. Αν είναι έτσι, καλύτερα να μην είναι...
Ένα βράδυ ήρθε η σιωπή, το σκοτάδι, το κρύο. Ο γιος σκέφτηκε: Πάει. Ήρθε το τέλος του τέλους και πέρα από το τέλος. Το χέρι που πιάνω είναι κρύο. Αχ, να μπορούσα να κρατάω το ζεστό της χέρι και τίποτ’ άλλο. Ας ήταν και μόνον έτσι...

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:

Ο φίλος Χάρης Κανδηλώρος, γιατρός ενδοκρινολόγος-διαβητολόγος και συγγραφέας, γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα, όπου ζει και δραστηριοποιείται σήμερα. Έχει πλούσια επιστημονική δραστηριότητα με δεκάδες δημοσιευμένες εργασίες του σε εξειδικευμένα περιοδικά, καθώς και ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια. Τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονται και σε άλλους χώρους γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως η μουσική και η λογοτεχνία. Διατηρεί μια καταπληκτική ιστοσελίδα αφιερωμένη στον ποιητή και στιχουργό Άκο Δασκαλόπουλο, ενώ πρόσφατα (2010) εξέδωσε από τη Δωδώνη τρία θεατρικά του μονόπρακτα με τίτλο "Το πέρασμα".