Έγχρωμη ταινία μικρού μήκους – ντοκιμαντέρ
Σενάριο, σκηνοθεσία: Τάκης Κανελλόπουλος
Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνάκης
Παραγωγή (και αποκλειστικότητα): Γιώργος Νάσιουτζικ
Αφηγητής: Δημήτρης Μαλαβέτας
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης
Διάρκεια: 24 λεπτά
Α’ Βραβείο Ντοκιμαντέρ Μικρού Μήκους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1969
Η "Καστοριά" είναι η τρίτη μικρού μήκους ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου, μετά τον "Μακεδονικό Γάμο" και τη "Θάσο" συμπληρώνοντας έτσι το Μακεδονικό τρίπτυχό του. Είναι ένα ιδιότυπο ντοκιμαντέρ σε δραματοποιημένη μορφή, όπου η όμορφη μακεδονίτικη πόλη παρουσιάζεται σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητάς της μέσα από την αναζήτηση ενός άγνωστου ταξιδιώτη που ψάχνει εναγωνίως μια χαμένη νεράιδα, για ν' ανακαλύψει στο τέλος ότι αυτό που ψάχνει είναι η ίδια η πόλη.
Ιδού το πλήρες κείμενο της ταινίας:
Από τα ψηλά βουνά στις πεδιάδες με τις ψηλές λεύκες, ήρθε ένα ξημέρωμα ένας καβαλάρης πάνω σε ένα άλογο, οδηγημένος από έναν παλιό θρύλο,
που έλεγε ότι σε αυτή τη βυζαντινή πολιτεία, που ήταν χτισμένη πάνω στη λίμνη, γυρνούσε μια νεράιδα που ήταν τόσο όμορφη όσο μια νύχτα γεμάτη αστέρια.
Μαζί του ήρθαν και τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του.
Προσπάθησαν να του πουν πως αυτό που έψαχνε δε θα το ΄βρισκε ποτέ.
Ακόμη του είπαν πως, τα ψηλά βουνά ήταν για την παλικαριά του και την περηφάνια του. Αυτός τους έβλεπε και χαμογελούσε.
Το όνειρο για την όμορφη νεράιδα έμενε μέσα του, κανείς δεν μπορούσε να του το πάρει.
Ύστερα τον αποχαιρέτησαν κάνοντας τρεις κύκλους γύρω του.
Έλεγαν πως τις νύχτες άκουγαν ένα τραγούδι μακρινό που ερχόταν από τη λίμνη.
Ο ήλιος βγήκε ψηλά και τον βρήκε να ατενίζει την πολιτεία με την απέραντη ομορφιά. Όλα ησύχαζαν γύρω του, από τους παλιούς φίλους όλοι έφυγαν.
Στέκεται τώρα μόνος, περιμένοντας ένα μαγικό σημάδι, κάποιο μαγικό κάλεσμα, ίσως ένα μακρινό τραγούδι για να τρέξει να τη βρει, να την ανταμώσει.
Στο μαξιλάρι της γωνίας, κεντημένο από λευκά χέρια, του είπαν πως ακούμπησε το γλυκό και απόμακρο πρόσωπό της.
Σ’ αυτό το μέρος πήρε νερό ένα ξημέρωμα, έρχεται εδώ κάθε δειλινό, ακούει το τραγούδι της που μιλάει για τη μεγάλη λίμνη.
Περπάτησε την πόλη με τις εβδομήντα δύο βυζαντινές εκκλησίες, τα αρχοντικά σπίτια τόσων αιώνων και ρωτούσε, έβλεπε τις πόρτες και σκεφτόταν από που άραγε πέρασε. Αγνάντευε τα παράθυρα και σκιρτούσε η καρδιά του. Και όπως έβλεπε το μπαλκόνι που χανόταν, σκέφτηκε πως ίσως αυτή που αναζητούσε έβγαινε τα δειλινά και έβλεπε τη λίμνη. Ένας βαρκάρης τον πέρασε σε ολόκληρο το γύρω της λίμνης, ίσως εκεί ήταν, ίσως.
Ακόμη είδε το ξημέρωμα να ροδίζει και τους ψαράδες να φεύγουν. Και σ’ όλους έστειλεν μιαν ευχή, να ‘ναι καλό το ψάρεμα.
Ξένε διαβάτη μακρινέ περαστικέ τι ζητάς μέσα στο ξημέρωμα;
Τις νύχτες τον φιλοξένησαν σε σπίτια άγνωστα, τον ρώτησαν για τον δικό του τόπο, του ΄δωσαν ζεστό φαγητό, καφέ, γλυκό. Του ήταν όλοι τους μαζί του όλο αγάπη και στοργή. Ακόμη είδε πώς ήταν η ψυχή των παιδιών στις γιορτές και στις σκόλες τους και χαιρόταν μαζί τους.
Για ένα έθιμο παλιό του μίλησαν που κρατούσε χρόνια πριν.
Και ύστερα άρχισε να ρωτάει παντού που θα την έβρισκε, και αν πέρασε από αυτά τα μέρη. Ρώτησε για έναν δρόμο, για σπίτια παλιά, για τη λίμνη, για ένα μονοπάτι ξεχασμένο.
Και όταν κατάλαβε ότι την νεράιδα που ζητούσε δε θα την έβρισκε πουθενά, γονάτισε αποκαμωμένος στην πόρτα ενός σπιτιού και ζήτησε νερό. Με τη φιλοξενία ριζωμένη στην ψυχή του ελληνικού λάου, έτρεξε η κοπέλα να του δώσει νερό.
Κάτι μίλησαν, κάτι είπε για το χειμωνιάτικο φεγγάρι και ύστερα ο ξένος έφυγε.
Τώρα απ΄ όλα αυτά μια ξεχασμένη σάρπα γεμίζει το όνειρό του.
Κι όπως έπεφτε το βράδυ, μια αποκάλυψη έγινε μέσα του.
Κατάλαβε σιγά-σιγά, πως αυτό που ζητούσε, αυτό που έψαχνε, η ομορφιά που γύρευε, η νεράιδα ήταν η ίδια η πολιτεία.
Η Καστοριά!
που έλεγε ότι σε αυτή τη βυζαντινή πολιτεία, που ήταν χτισμένη πάνω στη λίμνη, γυρνούσε μια νεράιδα που ήταν τόσο όμορφη όσο μια νύχτα γεμάτη αστέρια.
Μαζί του ήρθαν και τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του.
Προσπάθησαν να του πουν πως αυτό που έψαχνε δε θα το ΄βρισκε ποτέ.
Ακόμη του είπαν πως, τα ψηλά βουνά ήταν για την παλικαριά του και την περηφάνια του. Αυτός τους έβλεπε και χαμογελούσε.
Το όνειρο για την όμορφη νεράιδα έμενε μέσα του, κανείς δεν μπορούσε να του το πάρει.
Ύστερα τον αποχαιρέτησαν κάνοντας τρεις κύκλους γύρω του.
Έλεγαν πως τις νύχτες άκουγαν ένα τραγούδι μακρινό που ερχόταν από τη λίμνη.
Ο ήλιος βγήκε ψηλά και τον βρήκε να ατενίζει την πολιτεία με την απέραντη ομορφιά. Όλα ησύχαζαν γύρω του, από τους παλιούς φίλους όλοι έφυγαν.
Στέκεται τώρα μόνος, περιμένοντας ένα μαγικό σημάδι, κάποιο μαγικό κάλεσμα, ίσως ένα μακρινό τραγούδι για να τρέξει να τη βρει, να την ανταμώσει.
Στο μαξιλάρι της γωνίας, κεντημένο από λευκά χέρια, του είπαν πως ακούμπησε το γλυκό και απόμακρο πρόσωπό της.
Σ’ αυτό το μέρος πήρε νερό ένα ξημέρωμα, έρχεται εδώ κάθε δειλινό, ακούει το τραγούδι της που μιλάει για τη μεγάλη λίμνη.
Περπάτησε την πόλη με τις εβδομήντα δύο βυζαντινές εκκλησίες, τα αρχοντικά σπίτια τόσων αιώνων και ρωτούσε, έβλεπε τις πόρτες και σκεφτόταν από που άραγε πέρασε. Αγνάντευε τα παράθυρα και σκιρτούσε η καρδιά του. Και όπως έβλεπε το μπαλκόνι που χανόταν, σκέφτηκε πως ίσως αυτή που αναζητούσε έβγαινε τα δειλινά και έβλεπε τη λίμνη. Ένας βαρκάρης τον πέρασε σε ολόκληρο το γύρω της λίμνης, ίσως εκεί ήταν, ίσως.
Ακόμη είδε το ξημέρωμα να ροδίζει και τους ψαράδες να φεύγουν. Και σ’ όλους έστειλεν μιαν ευχή, να ‘ναι καλό το ψάρεμα.
Ξένε διαβάτη μακρινέ περαστικέ τι ζητάς μέσα στο ξημέρωμα;
Τις νύχτες τον φιλοξένησαν σε σπίτια άγνωστα, τον ρώτησαν για τον δικό του τόπο, του ΄δωσαν ζεστό φαγητό, καφέ, γλυκό. Του ήταν όλοι τους μαζί του όλο αγάπη και στοργή. Ακόμη είδε πώς ήταν η ψυχή των παιδιών στις γιορτές και στις σκόλες τους και χαιρόταν μαζί τους.
Για ένα έθιμο παλιό του μίλησαν που κρατούσε χρόνια πριν.
Και ύστερα άρχισε να ρωτάει παντού που θα την έβρισκε, και αν πέρασε από αυτά τα μέρη. Ρώτησε για έναν δρόμο, για σπίτια παλιά, για τη λίμνη, για ένα μονοπάτι ξεχασμένο.
Και όταν κατάλαβε ότι την νεράιδα που ζητούσε δε θα την έβρισκε πουθενά, γονάτισε αποκαμωμένος στην πόρτα ενός σπιτιού και ζήτησε νερό. Με τη φιλοξενία ριζωμένη στην ψυχή του ελληνικού λάου, έτρεξε η κοπέλα να του δώσει νερό.
Κάτι μίλησαν, κάτι είπε για το χειμωνιάτικο φεγγάρι και ύστερα ο ξένος έφυγε.
Τώρα απ΄ όλα αυτά μια ξεχασμένη σάρπα γεμίζει το όνειρό του.
Κι όπως έπεφτε το βράδυ, μια αποκάλυψη έγινε μέσα του.
Κατάλαβε σιγά-σιγά, πως αυτό που ζητούσε, αυτό που έψαχνε, η ομορφιά που γύρευε, η νεράιδα ήταν η ίδια η πολιτεία.
Η Καστοριά!
ΥΓ. Η ταινία γυρίστηκε το 1969. Την παραγωγή έκανε ο Γιώργος Νάσιουτζικ, ο οποίος έχει τα αποκλειστικά δικαώματα της ταινίας κι έχει απαγορεύσει με απόλυτο τρόπο τη δημόσια προβολή της ταινίας από οποιοδήποτε φορέα! Δυστυχώς...