Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Τάκης Κανελλόπουλος: Καστοριά (1969)

Καστοριά (1969)
Έγχρωμη ταινία μικρού μήκους – ντοκιμαντέρ
Σενάριο, σκηνοθεσία: Τάκης Κανελλόπουλος
Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνάκης
Παραγωγή (και αποκλειστικότητα): Γιώργος Νάσιουτζικ
Αφηγητής: Δημήτρης Μαλαβέτας
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης
Διάρκεια: 24 λεπτά
Α’ Βραβείο Ντοκιμαντέρ Μικρού Μήκους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1969
Η "Καστοριά" είναι η τρίτη μικρού μήκους ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου, μετά τον "Μακεδονικό Γάμο" και τη "Θάσο" συμπληρώνοντας έτσι το Μακεδονικό τρίπτυχό του. Είναι ένα ιδιότυπο ντοκιμαντέρ σε δραματοποιημένη μορφή, όπου η όμορφη μακεδονίτικη πόλη παρουσιάζεται σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητάς της μέσα από την αναζήτηση ενός άγνωστου ταξιδιώτη που ψάχνει εναγωνίως μια χαμένη νεράιδα, για ν' ανακαλύψει στο τέλος ότι αυτό που ψάχνει είναι η ίδια η πόλη.

Ιδού το πλήρες κείμενο της ταινίας:
Από τα ψηλά βουνά στις πεδιάδες με τις ψηλές λεύκες, ήρθε ένα ξημέρωμα ένας καβαλάρης πάνω σε ένα άλογο, οδηγημένος από έναν παλιό θρύλο,
που έλεγε ότι σε αυτή τη βυζαντινή πολιτεία, που ήταν χτισμένη πάνω στη λίμνη, γυρνούσε μια νεράιδα που ήταν τόσο όμορφη όσο μια νύχτα γεμάτη αστέρια.
Μαζί του ήρθαν και τον αποχαιρέτησαν οι φίλοι του.
Προσπάθησαν να του πουν πως αυτό που έψαχνε δε θα το ΄βρισκε ποτέ.
Ακόμη του είπαν πως, τα ψηλά βουνά ήταν για την παλικαριά του και την περηφάνια του. Αυτός τους έβλεπε και χαμογελούσε.
Το όνειρο για την όμορφη νεράιδα έμενε μέσα του, κανείς δεν μπορούσε να του το πάρει.
Ύστερα τον αποχαιρέτησαν κάνοντας τρεις κύκλους γύρω του.
Έλεγαν πως τις νύχτες άκουγαν ένα τραγούδι μακρινό που ερχόταν από τη λίμνη.
Ο ήλιος βγήκε ψηλά και τον βρήκε να ατενίζει την πολιτεία με την απέραντη ομορφιά. Όλα ησύχαζαν γύρω του, από τους παλιούς φίλους όλοι έφυγαν.
Στέκεται τώρα μόνος, περιμένοντας ένα μαγικό σημάδι, κάποιο μαγικό κάλεσμα, ίσως ένα μακρινό τραγούδι για να τρέξει να τη βρει, να την ανταμώσει.
Στο μαξιλάρι της γωνίας, κεντημένο από λευκά χέρια, του είπαν πως ακούμπησε το γλυκό και απόμακρο πρόσωπό της.
Σ’ αυτό το μέρος πήρε νερό ένα ξημέρωμα, έρχεται εδώ κάθε δειλινό, ακούει το τραγούδι της που μιλάει για τη μεγάλη λίμνη.
Περπάτησε την πόλη με τις εβδομήντα δύο βυζαντινές εκκλησίες, τα αρχοντικά σπίτια τόσων αιώνων και ρωτούσε, έβλεπε τις πόρτες και σκεφτόταν από που άραγε πέρασε. Αγνάντευε τα παράθυρα και σκιρτούσε η καρδιά του. Και όπως έβλεπε το μπαλκόνι που χανόταν, σκέφτηκε πως ίσως αυτή που αναζητούσε έβγαινε τα δειλινά και έβλεπε τη λίμνη. Ένας βαρκάρης τον πέρασε σε ολόκληρο το γύρω της λίμνης, ίσως εκεί ήταν, ίσως.
Ακόμη είδε το ξημέρωμα να ροδίζει και τους ψαράδες να φεύγουν. Και σ’ όλους έστειλεν μιαν ευχή, να ‘ναι καλό το ψάρεμα.
Ξένε διαβάτη μακρινέ περαστικέ τι ζητάς μέσα στο ξημέρωμα;
Τις νύχτες τον φιλοξένησαν σε σπίτια άγνωστα, τον ρώτησαν για τον δικό του τόπο, του ΄δωσαν ζεστό φαγητό, καφέ, γλυκό. Του ήταν όλοι τους μαζί του όλο αγάπη και στοργή. Ακόμη είδε πώς ήταν η ψυχή των παιδιών στις γιορτές και στις σκόλες τους και χαιρόταν μαζί τους.
Για ένα έθιμο παλιό του μίλησαν που κρατούσε χρόνια πριν.
Και ύστερα άρχισε να ρωτάει παντού που θα την έβρισκε, και αν πέρασε από αυτά τα μέρη. Ρώτησε για έναν δρόμο, για σπίτια παλιά, για τη λίμνη, για ένα μονοπάτι ξεχασμένο.
Και όταν κατάλαβε ότι την νεράιδα που ζητούσε δε θα την έβρισκε πουθενά, γονάτισε αποκαμωμένος στην πόρτα ενός σπιτιού και ζήτησε νερό. Με τη φιλοξενία ριζωμένη στην ψυχή του ελληνικού λάου, έτρεξε η κοπέλα να του δώσει νερό.
Κάτι μίλησαν, κάτι είπε για το χειμωνιάτικο φεγγάρι και ύστερα ο ξένος έφυγε.
Τώρα απ΄ όλα αυτά μια ξεχασμένη σάρπα γεμίζει το όνειρό του.
Κι όπως έπεφτε το βράδυ, μια αποκάλυψη έγινε μέσα του.
Κατάλαβε σιγά-σιγά, πως αυτό που ζητούσε, αυτό που έψαχνε, η ομορφιά που γύρευε, η νεράιδα ήταν η ίδια η πολιτεία.
Η Καστοριά!

ΥΓ. Η ταινία γυρίστηκε το 1969. Την παραγωγή έκανε ο Γιώργος Νάσιουτζικ, ο οποίος έχει τα αποκλειστικά δικαώματα της ταινίας κι έχει απαγορεύσει με απόλυτο τρόπο τη δημόσια προβολή της ταινίας από οποιοδήποτε φορέα! Δυστυχώς...

Μάνος Χατζιδάκις: Τρία ανέκδοτα έργα

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
3 Ανέκδοτα Έργα:
A la recherche de l' Atlantide 
Πινδαρικά
Αμοργός

Από το πλούσιο συνθετικό έργο του Μάνου Χατζιδάκι ένα σημαντικό μέρος παραμένει δυστυχώς ανέκδοτο, παρόλο που σε κάποιες περιπτώσεις έχουν διασωθεί ηχογραφήσεις με καλές έως άριστες τεχνικές προδιαγραφές, όπως αυτές που θα βρείτε σε τούτο το ακριβό αρχείο που σας παρουσιάζω.
Στην παρούσα συλλογή περιέχονται τρία σημαντικά ανέκδοτα έργα του συνθέτη γραμμένα κυρίως στη δεκαετία του '70 και ηχογραφημένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και περιστάσεις.
Το πρώτο έχει τίτλο "A la recherche de l' Atlantide" (H αναζήτηση της χαμένης Ατλαντίδας) και περιλαμβάνει μέρος της μουσικής που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις για την ομώνυμη σειρά ντοκιμαντέρ του διάσημου ωκεανολόγου Ζακ-Υβ Κουστό. Η ηχογράφηση έγινε το 1977.
Το δεύτερο έργο επιγράφεται "Τα Πινδαρικά", έργο 40 (1981) και βασίζεται σε ποίηση του αρχαίου λυρικού ποιητή Πίνδαρου (5ος αι. π.Χ.). Σύνθεση για μέτζο σοπράνο (μεσόφωνο), βαρύτονο, μικτή χορωδία και μικρή ορχήστρα που διευθύνει ο συνθέτης. Τραγουδούν: Κική Μορφονιού, Σπύρος Σακκάς και χορωδία. Τη χορωδία του Τρίτου Προγράμματος διευθύνει ο Αντώνης Κοντογεωργίου. Η ηχογράφηση είναι του 1981 από το Μικρό Θέατρο Κήπου στο Ηράκλειο της Κρήτης στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Μουσικού Αυγούστου. Το έργο είναι αφιερωμένο στον μεγάλο Αμερικανό αρχιμουσικό Thomas Shippers (1930-1977).
Η περίφημη "Αμοργός", έργο 46, βασίζεται στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Νίκου Γκάτσου (1943) και αποτελεί έργο ζωής του Χατζιδάκι, καθώς το ξεκίνησε από τις αρχές του '60 (δίσκος "Ελλάς, η χώρα των ονείρων"), αλλά το δούλεψε συστηματικότερα στο διάστημα 1970-1992, χωρίς ποτέ να το ολοκληρώσει! Η τελική μορφή του έργου με μουσική επιμέλεια του Νίκου Κυπουργού κυκλοφόρησε το 2005 από τον Σείριο. Το 1981 ο συνθέτης παρουσίασε στο Ηράκλειο της Κρήτης έξι τελειωμένα τραγούδια, όπως ακούγονται στην παρούσα ηχογράφηση, με ερμηνευτή τον Σπύρο Σακκά. Ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις προλογίζει και παίζει πιάνο.

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Γιάννης Ξενάκης: Ορέστεια

Iannis Xenakis
ΟΡΕΣΤΕΙΑ

CD | NAIVE | 1990 | DDD

 

Ο Ιάννης (Γιάννης) Ξενάκης (1922–2001) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες του 20ού αιώνα, διεθνώς γνωστός ως Iannis Xenakis. Οι πρωτοποριακές συνθετικές μέθοδοι που ανέπτυξε συσχέτιζαν τη μουσική και την αρχιτεκτονική με τα μαθηματικά και τη φυσική, μέσω της χρησιμοποίησης μοντέλων από τη Θεωρία των Συνόλων, τη Θεωρία των Πιθανοτήτων, τη Θερμοδυναμική, τη Χρυσή Τομή και την ακολουθία Φιμπονάτσι κ.ά. Παράλληλα, οι φιλοσοφικές του ιδέες για τη μουσική έθεσαν καίρια το αίτημα για ενότητα φιλοσοφίας, επιστήμης και τέχνης, συμβάλλοντας στο γενικότερο προβληματισμό για την κρίση της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής των δεκαετιών του 1950 και 1960.
Γεννήθηκε στη Βράιλα της Ρουμανίας. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Κλεάρχου Ξενάκη, εμπόρου με καταγωγή από την Εύβοια, και της Φωτεινής Παύλου, η οποία καταγόταν από τη Λήμνο. Η μητέρα του πέθανε από ιλαρά όταν ο Ξενάκης ήταν πέντε ετών, αλλά πρόλαβε να του εμφυσήσει την αγάπη της για τη μουσική (η ίδια έπαιζε ερασιτεχνικά πιάνο). Πέντε χρόνια αργότερα (1932) ο πατέρας του τον έστειλε μαζί με τα αδέλφια του Ιάσονα και Κοσμά στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Εκεί πήρε και τα πρώτα του μαθήματα μουσικής (Αρμονίας και πιάνου).
Το 1938 μετακόμισε στην Αθήνα, προκειμένου να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Παράλληλα έπαιρνε μαθήματα αρμονίας και αντίστιξης με τον Αριστοτέλη Κουντούρωφ, μαθητή του Αλεξάντερ Σκριάμπιν, κάνοντας και τις πρώτες συνθετικές του απόπειρες. Τότε άρχισε επίσης να μελετά τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, κυρίως τον Πλάτωνα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι από αυτή την ηλικία ενδιαφερόταν για τη σχέση των μαθηματικών και της μουσικής, προσπαθώντας να βρει πώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν μαθηματικά μοντέλα στην Τέχνη της Φούγκας του Γ. Σ. Μπαχ, έτσι ώστε οι μουσικές δομές να παρασταθούν με γραφήματα ως οπτικές αντιστοιχίες της μουσικής. Το 1940 πέτυχε την εισαγωγή του στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π., παρόλο που δεν ήθελε να γίνει πολιτικός μηχανικός ή αρχιτέκτονας, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος. Κατάφερε όμως με αυτή του την επιλογή να συνδυάσει σε κάποιο βαθμό τα δικά του ενδιαφέροντά (Μουσική, Μαθηματικά, Φυσική) με τις επιθυμίες του πατέρα του, ο οποίος ήθελε να τον στείλει στην Αγγλία να σπουδάσει Ναυπηγική. Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στο – παράνομο τότε – K.K.E., ενώ αργότερα (1943) έγινε γραμματέας της ΕΠ.Ο.Ν. Πολυτεχνείου και καθοδηγητής της ομάδας «Λόρδος Βύρων». Κατά τη συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε σοβαρά από θραύσμα αγγλικής οβίδας, με αποτέλεσμα να χάσει το αριστερό του μάτι και να παραμορφωθεί η αριστερή πλευρά του προσώπου του. Λόγω της αντιστασιακής του δράσης και των γενικότερων συνθηκών της εποχής, οι σπουδές του γίνονταν μετ’ εμποδίων μέχρι και το 1947, οπότε και υποστήριξε επιτυχώς την διπλωματική του εργασία με θέμα το ενισχυμένο σκυρόδεμα. Λίγο αργότερα παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, περιμένοντας να απαλλαχθεί από το στρατιωτικό ή να υπηρετήσει ως βοηθητικός λόγω του τραυματισμού του, αλλά κάτι τέτοιο δε συνέβη. Φοβούμενος την εξορία στη Μακρόνησο, δραπέτευσε με πλαστό διαβατήριο στην Ιταλία, οπότε και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο για λιποταξία. Από την Ιταλία, με την βοήθεια Ιταλών κομμουνιστών πέρασε στη Γαλλία και έφτασε τελικά στο Παρίσι.
Στο Παρίσι, με τη μεσολάβηση του Γιώργου Κανδύλη, ο Ξενάκης προσλήφθηκε από τον γνωστό αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ, για τον οποίον εργάστηκε μέχρι και το 1959. Παράλληλα αναζητούσε δασκάλους για να συνεχίσει τα μαθήματα σύνθεσης. Οι πρώτοι στους οποίους απευθύνθηκε ήταν οι Αρτύρ Ονεγκέρ και Νταριούς Μιγιώ, μέλη της «ομάδας των Έξι». Ο Ξενάκης όμως δεν ήταν διατεθειμένος να διδαχθεί τους ακαδημαϊκούς κανόνες της αρμονίας και της αντίστιξης. Σύντομα συγκρούστηκε με τους δασκάλους του, οι οποίοι δεν αποδέχονταν τις πρωτοποριακές του ιδέες. Η Νάντια Μπουλανζέ, στην οποία απευθύνθηκε επίσης ο Ξενάκης, είδε μερικά έργα του και του εξέφρασε την αδυναμία της να αναθεωρήσει τις απόψεις της στην ηλικία της ή να «ξεκινήσει για χάρη του από την αρχή». Τη λύση στις μουσικές του αναζητήσεις την έδωσε τελικά ο Ολιβιέ Μεσιάν, ο οποίος ήταν ο πρώτος που κατάλαβε τις μουσικές ιδιαιτερότητες του Ξενάκη, λέγοντάς του ότι δεν χρειάζεται να μελετήσει αρμονία και αντίστιξη. Ο ίδιος ο Μεσιάν θυμάται μάλιστα ότι τον συμβούλεψε: «Είσαι σχεδόν 30 χρονών, έχεις την τύχη να είσαι Έλληνας, αρχιτέκτονας και με γνώσεις εφαρμοσμένων μαθηματικών. Εκμεταλλεύσου τα αυτά. Κάν’τα στη μουσική σου». Τα μόνα μαθήματα που του πρότεινε να παρακολουθήσει μαζί του ήταν μουσικής αισθητικής και ανάλυσης, στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού. Πράγματι, ο Ξενάκης άρχισε να παρακολουθεί το 1952 μαθήματα με τον Μεσιάν, ενώ στον λιγοστό ελεύθερό του χρόνο συνέθετε. Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τη Φρανσουάζ – τη γνωστή σήμερα μυθιστοριογράφο Φρανσουάζ Ξενάκη – την οποία παντρεύτηκε το 1953 και με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Μάχη.
Από το 1960, ο Ξενάκης αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη σύνθεση, έχοντας ολοκληρώσει μια σειρά πρωτοποριακών αρχιτεκτονικών κατασκευών που του είχε αναθέσει ο Λε Κορμπυζιέ, με σημαντικότερο το Περίπτερο της Philips για την διεθνή έκθεση των Βρυξελών του 1958, μία από τις πρώτες πολυμεσικές εγκαταστάσεις στον κόσμο. Είχε προηγηθεί η παρουσίαση του έργου του Μεταστάσεις (1955), το οποίο προκάλεσε αίσθηση, σηματοδοτώντας την αρχή της «στοχαστικής μουσικής». Παράλληλα, ο Ξενάκης δημοσίευε τα πρώτα κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, εκφράζοντας τη φιλοσοφία του για τη μουσική, δημιουργώντας νέους όρους και μουσικές κατηγορίες, ενώ άσκησε έντονη κριτική στη σειραϊκή μουσική με το κείμενό του «Η κρίση της σειραϊκής μουσικής», μετατρέποντας με αυτόν τον τρόπο σε εχθρούς του τους Πιερ Μπουλέζ και Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, δεσπόζουσες προσωπικότητες της πρωτοποριακής ευρωπαϊκή μουσικής σε Γαλλία και Γερμανία αντίστοιχα, οι οποίοι τον αποκάλεσαν «ηλίθιο». Παρ’ όλες τις δυσκολίες όμως που αντιμετώπιζε ο Ξενάκης από τους επίσημους κύκλους της πρωτοποριακής ευρωπαϊκής μουσικής, η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται ραγδαία σε όλο τον κόσμο από το 1960 και εξής. Από τη δεκαετία του 1970 και μέχρι το θάνατό του έμεινε στο προσκήνιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής, εργαζόμενος πάντα στο πλαίσιο της σχέσης μαθηματικών, μουσικής και αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, με έναν προσωπικό, πρωτοποριακό αλλά και μοναχικό τρόπο, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στη σύγχρονη μουσική του β’ μισού του 20ού αιώνα. Ο Ξενάκης πέθανε τα ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 2001, σε ηλικία 78 ετών και μετά από μακρόχρονες περιπέτειες με την υγεία του. Η σορός του αποτεφρώθηκε στην υπόγεια κρύπτη του κοιμητηρίου Περ Λασέζ στο Παρίσι χωρίς θρησκευτική τελετή, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.
Ο Ξενάκης χρησιμοποίησε ως βάση για τις περισσότερες συνθέσεις του µαθηµατικά µοντέλα, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί «νεοπυθαγόρειος». Στο γενικότερο πλαίσιο της κρίσης της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής μουσικής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επεδίωξε να ξεφύγει από το αδιέξοδο στο οποίο θεωρούσε ότι είχε οδηγήσει η σειραϊκή και μετασειραϊκή μουσική. Σε αντίθεση όμως με άλλους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συνθέτες που απέρριψαν ολοκληρωτικά την μουσική πρωτοπορία και στράφηκαν σε έναν μουσικό μεταμοντερνισμό, επιστρέφοντας εν μέρει ή ολοκληρωτικά στην τονικότητα, αναμιγνύοντας παλιά και νέα ύφη, «σοβαρή» και «δημοφιλή» μουσική κ.ά, ο Ξενάκης παρέμεινε ουσιαστικά πρωτοπόρος, πιστός στους στόχους που έθεσε από την αρχή. Όμως, ακόμα και οι συνθέτες που συνέχισαν να γράφουν πρωτοποριακή μουσική μετά το 1960 (με κύριο πόλο τον Πιερ Μπουλέζ στη Γαλλία) τον απομόνωσαν αρχικά, στερώντας του ακόμα και κρατικές επιχορηγήσεις. Ο Ξενάκης απέκτησε φανατικούς θαυμαστές αλλά και επικριτές, με επιχειρήματα τον φορμαλισμό και την στασιμότητα της μουσικής του μετά το 1970, αλλά και την υπερβολική δεξιοτεχνία που απαιτούσε από τους εκτελεστές. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει από αυτό που έβλεπε ως αδιέξοδο της σειραϊκής μουσικής στη δεκαετία του 1950, ο Ξενάκης στράφηκε στα μαθηματικά και στην αρχιτεκτονική. Προσπάθησε, δηλαδή, να εφαρμόσει στη μουσική τους φυσικούς νόμους που διέπουν διάφορα φαινόμενα, όπως π.χ. το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου, την οχλοβοή μιας διαδήλωσης, το τερέτισμα των τζιτζικιών κ.ά., δημιουργώντας μια μουσική «ηχητικών μαζών», «συμπάντων» ή «γαλαξιών».
Ο δίσκος που σας παρουσιάζω αποτελεί ένα καλό δείγμα του ιδιόμορφου μουσικού κόσμου του Ξενάκη και της ιδιαίτερης σχέσης του με τον αρχαίο κόσμο. Πρόκειται για την καντάτα "Ορέστεια" βασισμένη στην ομώνυμη τριλογία του Αισχύλου, η οποία αποτελείται από τα έργα: "Αγαμέμνων", "Χοηφόροι", "Ευμενίδες". Η ανάπτυξη της σύνθεσης του Ξενάκη ακολουθεί την ίδια δομή. Το έργο είναι γραμμένο για ανδρική και γυναικεία χορωδία, ανδρική φωνή (βαρύτονος) και κρουστά.
Ερμηνεύει ο βαρύτονος Σπύρος Σακκάς, ενώ στα κρουστά είναι ο Sylvio Gualda.

Σταύρος Τορνές: Καρκαλού (1984)

Σκηνοθεσία, σενάριο: Σταύρος Τορνές, Charlotte Van Gelder
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Σταμάτης Γιαννούλης, Διονύσης Μανιάτης
Μουσική: Charlotte Van Gelder
Μοντάζ: Δέσποινα Δανάη Μαρουλάκου
Σκηνικά: Στέλιος Αναστασιάδης
Ήχος: Χρήστος Ακάλεστος
Ηθοποιοί: Στέλιος Αναστασιάδης, Μάριος Καραμανής, Ισμήνη Καρυωτάκη
Κοστούμια: Αναστασία Αρσένη
Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Σταύρος Τορνές
Διάρκεια: 85 λεπτά
Παραγωγή: 1984, Έγχρωμη
Βραβεία: Ειδική Μνεία Ένωσης Ελλήνων Κριτικών Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1984, Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Τηλεόρασης Salso 1985
Η ταινία κατέκτησε την 7η θέση στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες, σύμφωνα με την ψηφοφορία 28 κριτικών (ΠΕΚΚ) το 1985.


Το "ΚΑΡΚΑΛΟΥ" είναι μια ταινία με θέμα τη φαντασία. Το παρόν του ανθρώπου είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Έχει αποκλεισθεί από το μέλλον και ακόμα και το παρελθόν δεν είναι παρά μια πηγή τρυφερών αναμνήσεων. Χωρίς πικρία προσπαθεί να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Ένα χαρτί που ίσως και να μην υπάρχει στην πραγματικότητα, δίνει όμως μια κάποια ελπίδα για έναν μπαλλαντέρ. Παρασέρνει ένα νεαρό άντρα στο παιχνίδι. Δημιουργείται ένα κλίμα προσποίησης. Και η σχέση μεταξύ των δύο βασίζεται στο ταλέντο τους να υποκρίνονται. Μπορεί να δημιουργηθούν πολλές καταστάσεις, όλες φανταστικές αλλά αληθοφανείς. Ο νεαρός, ένας οδηγός ταξί που μεταφέρει ό,τι βρεθεί, μπαίνει στο παιχνίδι χωρίς επιφυλάξεις και καταφέρνει να ζωντανέψει μια σειρά από σκηνές από το παρελθόν του άλλου. Ταυτίζεται, όμως, με τις καταστάσεις και τα άτομα που συμμετέχουν σ’ αυτές. Έτσι χάνει την ικανότητα να παίζει. Εδώ τελειώνει το παιχνίδι, που αποδεικνύεται τόσο περιορισμένο όσο το παρόν του ήρωά μας. Μιλάει αυτή η ταινία για το θάνατο; Και γι’ αυτόν, αλλά και για το παιχνίδι της δημιουργικότητας σαν το τελευταίο χαρτί. Όταν προκύπτει η μορφή, η δημιουργικότητα πεθαίνει. Όχι επειδή δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ειπωθεί, αλλά ξαφνικά, εκπλήσσοντάς μας, η δημιουργικότητα επανεμφανίζεται, ίσως σαν τον ίδιο το θάνατο. Ναι, ίσως το χαρτί που παίζει ο Καρκαλού δεν είναι παρά μια μπλόφα. Αλλά η φαντασία και η αληθοφάνεια κατάφεραν να διασώσουν την τρέλλα και τον ιδεαλισμό.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΡΝΕΣ (1932-1988)
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932. Το 1957 ξεκίνησε να σπουδάζει κινηματογράφο. Εργάστηκε σαν βοηθός σκηνοθέτη και σαν ηθοποιός σε ελληνικές ταινίες του 1960 ανάμεσα σε ανθρώπους που αναζητούσαν, σαν και εκείνον, τα μυστικά της κινηματογραφικής γλώσσας και έκφρασης. Ανάμεσά τους ο Τάκης Καννελόπουλος, ο Δήμος Θέος, ο Κώστας Σφήκας. Ακόμη εργάστηκε με τον Ηλία Καζάν στο κάστινγκ της ταινίας «America America» και με τον Μιχάλη Κακογιάννη στην ταινία «Ζορμπάς». Το 1967 εγκατέλειψε την Ελλάδα, εξαιτίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών και πήγε στην Ιταλία. Εκεί συσπειρώθηκε με συμπατριώτες του και αγωνίστηκε, για να ακουστεί η φωνή τους στο εξωτερικό για την επάνοδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Παράλληλα εργάστηκε ως ηθοποιός σε διάφορα ιταλικά κινηματογραφικά έργα. Εμφανίστηκε στο έργο του Francesco Rossi «Uomini Contro» και «Christ stopped in Eboli», στο έργο των αδελφών Taviani «Allonsanfan» και στην ταινία του Roberto Rossellini, «Anna Anno». Ήταν πρωταγωνιστής στην τηλεταινία της Αgnes Varda «Nausica». Ακόμα συνεργάστηκε και με νέους κινηματογραφιστές όπως ο Mimmo Raftele. Ήταν μέλος της Guida Poetica Italiana και της κίνησης Post Avant-Garde. Το 1973 ήρθε παράνομα στην Ελλάδα και γύρισε το αντιδικτατορικό ντοκιμαντέρ "Φοιτητές". Όταν επέστρεψε στην Ιταλία, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και αργότερα γνωρίζει τη Γερμανίδα ποιήτρια Charlotte νan Gelder, η οποία έγινε σύντροφος της ζωής του και συνεργάτης στα σενάρια των μετέπειτα ταινιών του. Το 1981 ο Σταύρος Τορνές και η Charlotte νan Gelder επέστρεψαν στην Ελλάδα και μεταξυ άλλων γύρισε τέσσερεις ταινίες μεγάλου μήκους. Ο Σταύρος Τορνές πέθανε στις 26 Ιουλίου του 1988 σε ηλικία 56 ετών, ενώ εργαζόταν στην τελευταία του ταινία "Ο φτωχός κυνηγός του νότου" σε σενάριο της αγαπημένης του Charlotte. Εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε μικρούς ή μεγαλους ρόλους σε 32 ταινίες ελληνικές και ξένες παραγωγές, καθώς και σε 5 τηλεοπτικές παραγωγές. Για τον Σταύρο Τορνέ γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ: "Σταύρος Τορνές, ο φτωχός κυνηγός του νότου" του Σταύρου Καπλανίδη (1994)

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ (σκηνοθεσία):
Μυκήνες (1963), Κυκλάδες (1963), Θηραϊκός όρθρος (1968), Φοιτητές (1973), Addio Anatolia (1976), Coatti (1977), Εξωπραγματικό (1980), Με τον Καββαδία (1982), Μπαλαμός (1982), Πλατεία Ιπποδάμειας (1983), Καρκαλού (1984), Ντανίλο Τρέλες, ο φημισμένος ανδαλουσιανός μουσικός (1986), Ένας ερωδιός για τη Γερμανία (1988)

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Βαβυλωνία (1970)

Σκηνοθεσία: Γιώργος Διζικιρίκης
Κείμενο: Δημήτριος Βυζάντιος
Μουσική: Λίνος Κόκοτος
Παραγωγή: 1970, έγχρωμη
Διάρκεια: 79'

Η "Βαβυλωνία" είναι μια ξεκαρδιστική ελληνική κωμωδία γυρισμένη το 1970 από τον Γιώργο Διζικιρίκη.
Βασίζεται στο κλασικό θεατρικό έργο του Δημητρίου Βυζάντιου (1790-1853). Το πραγματικό όνομα του συγγραφέα ήταν Δημήτριος Χατζηασλάνης και καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Το άλλο γνωστό και αξιόλογο έργο του είναι η "Γυναικοκρατία", που αποτελεί παραλλαγή του μύθου της "Λυσιστράτης".
Η "Βαβυλωνία" εκδόθηκε το 1836 και θέμα της είναι η γλωσσική σύγχυση που επικρατούσε ανάμεσα στους Έλληνες στα πρώτα χρόνια του ελεύθερου ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του '21. Χαρακτηριστικοί τύποι από διάφορες περιοχές του ελληνισμού συναντιούνται στη λοκάντα (ταβέρνα) του Μπαστιά στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο. Μια παρεξήγηση οφειλόμενη στην ασυνεννοησία μεταξύ ενός Κρητικού κι ενός Αλβανού προκαλεί γενικευμένη φασαρία, με αποτέλεσμα την επέμβαση των οργάνων της τάξεως, η οποία περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση...
Την παράσταση κλεβουν δύο πρόσωπα: Ο επτανήσιος αστυνόμος, που αδυνατεί να καταλάβει το γλωσσικό ιδίωμα των εμπλεκομένων στη φασαρία, και ο λογιώτατος με την αρχαΐζουσα γλώσσα που αδυνατούν άπαντες να κατανοήσουν τα λεγόμενά του και προκαλεί τις ειρωνικές αντιδράσεις των συνομιλητών του.

Φώτης Αγγουλές: 100 Χρόνια


Σεμνή και διακριτική η παρουσία του ποιητή Φώτη Αγγουλέ στα νεοελληνικά γράμματα γνώρισε μια μάλλον απροσδόκητη αναγνώριση στο χώρο της ελληνικής μουσικής με αρκετές και συχνά άκρως ενδιαφέρουσες μελοποιήσεις ποιημάτων του από πολλούς συνθέτες, κυρίως από το χώρο της τραγουδοποιίας. Η χαμηλόφωνη, συχνά μελαγχολικών τόνων ποιητική γραφή εύλογα οδήγησε σε ανάλογου ύφους μελοποιήσεις με έντονα μελωδικό και ελεγειακό χαρακτήρα.

Η πρώτη μελοποίηση ανήκει στον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος αφιέρωσε στον ποιητή ένα νεανικό του τραγούδι, το «Νανούρισμα», γραμμένο στα 1945. Ωστόσο ο μουσικός που εισήγαγε ουσιαστικά τον ποιητή στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού ήταν ο Πάνος Τζαβέλλας, ο οποίος έχει αφιερώσει στον ποιητή έναν ολόκληρο δίσκο («Πορεία μες στη νύχτα», 1977), που είναι και ο μοναδικός δίσκος με ποίηση αποκλειστικά του Αγγουλέ. Οι άλλες αξιοσημείωτες δισκογραφικές εμφανίσεις του ποιητή ήταν τα «Δεκατέσσερα τραγούδια» (1979) του Πάνου Τριανταφυλλίδη με 6 συνθέσεις σε ύφος λόγιο, η «Πορεία στη νύχτα» (1981) του Θωμά Μπακαλάκου με 5 τραγούδια και η «Νοσταλγία» (1983) του Παράσχου Μανιάτη επίσης με 5 τραγούδια που κυκλοφόρησε στη Σουηδία. Τα πιο πρόσφατα χρόνια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η μελοποίηση δύο ποιημάτων από τον συμπατριώτη του ποιητή τραγουδοποιό Παντελή Θαλασσινό. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες άλλες μεμονωμένες μελοποιήσεις που καταγράφονται αναλυτικά στον πιο κάτω κατάλογο. Σημειώνω απλώς ότι το ποίημα «Νανούρισμα» αναδείχθηκε στο «σουξέ» του ποιητή, καθώς έχουν καταγραφεί συνολικά 4 διαφορετικές μελοποιήσεις του.

Ιδού ο πλήρης κατάλογος* των δισκογραφημένων μελοποιήσεων του Φώτη Αγγουλέ:


- Πορεία μες στη νύχτα (SONORA/LEGEND, 1977) Πάνου Τζαβέλλα [«Μόνο η ψυχή σου», «Μείνε», «Το στίγμα», «Σταυροί», «Ο δρόμος μας», «Ώρα καλή», «Μην καρτεράτε», «Πένθιμο εμβατήριο», «Λύτρωση», «Ναγκασάκι», «Αφρόκρινα», «Ο Τζιόρτζιο», «Αν», «Παπαρούνες», «Νανούρισμα»]

- Στην άδεια την πόλη (MINOS, 1978) προσωπικός δίσκος του Γιώργου Ζωγράφου [«Μια θλίψη» σε μουσική Μιχάλη Τερζή]

- Δεκατέσσερα τραγούδια (TELESILA, 1979) Πάνου Τριανταφυλλίδη [περιέχει 6 ποιήματα του Αγγουλέ]

- Σ’ αγάπησα, μ’ αγάπησες (EMI COLUMBIA, 1980) δίσκος της Λιζέτα Νικολάου [«Ώρα καλή» σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου]

- Κάποια μέρα θάρθει (PANVOX, 1980) Τάκη Βούη [ποιήματα των Αγγουλέ, Μάτεσι, Δασκαλόπουλου, Τριπολίτη]

- Πορεία στη νύχτα (MINOS, 1981) Θωμά Μπακαλάκου [«Ώρα καλή», «Νανούρισμα», «Ο δρόμος μας», «Μπιρ Χακίμ», «Μην καρτεράτε»]

- Νοσταλγία (PM, 1983) Παράσχου Μανιάτη [«Νοσταλγία», «Παπαρούνες», «Στο χωρισμό της», «Λύτρωση», «Αναμνήσεις»]

- Από το ποίημα… στο τραγούδι (ΚΟΧΥΛΙ, 1996) Βασίλη Παπανικολάου [«Νανούρισμα»]

- Τραγούδια για παιδάκια και παιδιά (PHILIPS POLYGRAM, 1994) Μίκη Θεοδωράκη [«Νανούρισμα»]

- Στους άγιους τόπους της καρδιάς (LYRA, 1995) Προσωπικός δίσκος της Αναστασίας Μουτσάτσου σε μουσική Παντελή Θαλασσινού [«Στο χωρισμό της»]

- Αστρανάμματα (LYRA, 1996) Παντελή Θαλασσινού [«Όλα με τη γλώσσα της χαράς»]

- Τραγούδια της πατρίδας μου (LYRA, 1996) προσωπικός δίσκος της Λίλας Αδαμάκη [«Νανούρισμα» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη]

- Ωχρά Σπειροχαίτη (OSCD, 1997) [άγνωστο περιεχόμενο]

- Στου ονείρου την αυλή (PROTASIS, 2005) Πάρη Περυσινάκη [«Περιμένει…»]


* Σημείωση: Το υλικό αντλήθηκε από το μελέτημα «Ελληνική μελοποιημένη ποίηση» των Δημήτρη Κωστούλα και Νίκου Πασχάλη (τελική καταγραφή 2010)


Δημήτρης Κωστούλας

φιλόλογος, μουσικός ερευνητής

Η εργασία αυτή γράφτηκε για το περιοδικό ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ