Ο Δήμος Μούτσης
είναι ένας συνθέτης που ποτέ δεν επαναπαύτηκε στα κεκτημένα (τόσο σημαντικά άλλωστε) και
πάντα αναζητούσε το καινούργιο στη μουσική του έκφραση. Έχοντας εδραιώσει μία
πολύ υπολογίσιμη παρουσία στα χρόνια του '60 με τα πανέμορφα λαϊκά
τραγούδια του μπήκε στη δεκαετία του '70 με την πρώτη του "ανταρσία" που
εκφράστηκε με τον πρωτοποριακό τότε δίσκο "Άγιος Φεβρουάριος".
Λίγο μετά τη μεταπολίτευση και αγνοώντας επιδεικτικά το κυρίαρχο
μουσικό κλίμα του καιρού επιχείρησε μια δεύτερη "επανάσταση"
ηχογραφώντας το 1975 το δίσκο "Τετραλογία". Αργότερα, στις αρχές του '80, προχώρησε ακόμη περισσότερο με το "Φράγμα", ενώ στα μέσα της
δεκαετίας του '90 αποφάσισε να γυρίσει οριστικά την πλάτη του σε όλο το
δισκογραφικό κατεστημένο προτιμώντας τη σιωπή από μια παρουσία
συμβατική και συμβιβασμένη. Και, παρόλο που προσωπικά πολύ θα ήθελα να παρέμενε ενεργός, επικροτώ με πολλά θαυμαστικά την ακεραιότητα της στάσης του.
Πάμε λοιπόν στην "Τετραλογία". Ένα κορυφαίο έργο της ελληνικής δισκογραφίας, που τάραξε να νερά όταν κυκλοφόρησε υποδεικνύοντας ταυτόχρονα έναν πολύ πειστικό τρόπο για τη μουσική προσέγγιση του ποιητικού λόγου, ιδιαίτερα μάλιστα του ελεύθερου στίχου της νεωτερικής μας ποίησης. Ο τίτλος δηλώνει την παρουσία τεσσάρων ποιητών στο μελοποιημένο υλικό του δίσκου: Του Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933), του Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928), του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971) και του Γιάννη Ρίτσου (1909-1990). Ο Καβάφης και ο Σεφέρης συμμετέχουν με τρία ποιήματα ο καθένας, ο Καρυωτάκης με δύο και ο Ρίτσος με ένα. Στο σύνολο εννιά μελοποιημένα ποιήματα και μια σύντομη οργανική εισαγωγή.
Δεν είναι εύκολα τα τραγούδια αυτού του δίσκου. Με την εξαίρεση τεσσάρων απ' αυτά ("Κι αν ο αγέρας φυσά", "Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι", "Θάλασσα του πρωιού", "Θρήνος για τον Άδωνη"), τα οποία είναι "κανονικά" (και πανέμορφα) τραγούδια, τα υπόλοιπα έχουν χαρακτήρα εντελώς αντισυμβατικό, με περίπλοκη μελωδική ανάπτυξη και αντίστοιχα περίτεχνη αλλά απολύτως λειτουργική και ατμοσφαιρική ενορχήστρωση. Ο Μούτσης δε δίστασε να διακινδυνεύσει τη χρήση ηλεκτρονικών μουσικών μέσων, για να αποδώσει τα καινούργια ηχοχρώματα που είχε συλλάβει. Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος τη διαδικασία ηχογράφησης του δίσκου:
Από πλευράς παραγωγής, τα πράγματα είναι εξαιρετικά άνετα. Πολύ ακριβή παραγωγή. Φαίνεται, άλλωστε, και στην πρώτη έκδοση του δίσκου με μια αφίσα μέσα, με ανάγλυφο εξώφυλλο. Αλλά πριν φτάσουμε εκεί, εμφανίζεται το πιο σημαντικό, ίσως, δίλημμα, που αφορά την τελική μορφή του έργου... Καλές οι μελωδίες, αλλά τι να κάνω τώρα; Να βάλω πάλι δυο μπουζούκια, μια κιθάρα και το ποίημα από πάνω και να κάνω ένα δίσκο όπως ήτανε οι παλιοί; Πάνω σ' αυτό, τράβηξα μεγάλο λούκι... Με παίδεψε ένα με ενάμισι χρόνο, ως ότου αποφασίσω τι θα κάνω τελικά. Σ' αυτή τη φάση, βρεθήκαμε με τον Γιάννη Κιουρτσόγλου, ο οποίος, μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, είχανε πάρει ένα από τα πρώτα συνθεσάιζερ που είχαν έρθει στην Ελλάδα και δεν είχαν προκάτ ήχους, ένα «Μούγκ»... Και είπα; «θα το κάνω έτσι».» Έκανα μια μυστήρια ενορχήστρωση με έγχορδα, με πνευστά, με ήχους καθαρά ηλεκτρονικούς και όχι μιμητικούς κάποιων οργάνων... Ουσιαστικά, μετά τον ΑΓΙΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ, πίστευα πως, ό,τι είχε να δώσει το λαϊκό τραγούδι, το είχε δώσει. Ό,τι και να έκανα μετά, θα ήταν επανάληψη. Δοκίμασα λοιπόν μπας και η λύση ήταν η μεγάλη ορχήστρα και μέσα σ' αυτήν έβαλα και τα ηλεκτρονικά. Σκόπιμα. Μήπως είναι αυτό που θα μας βγάλει από την επανάληψη... Μήπως και δεν είναι το ύφος των τραγουδιών, αλλά ο τρόπος που θα τα ντύσουμε. Κι έτσι έκανα αυτό το ...απονενοημένο -ηχητικά- διάβημα. Αλλιώς, πολλά από τα τραγούδια που υπάρχουν εκεί, θα μπορούσαν να λεχθούν και με μια κιθάρα...
Παρά τις αμφιβολίες του συνθέτη, το αποτέλεσμα τον δικαίωσε πανηγυρικά. Η "Τετραλογία" είναι ένα έργο με την πλήρη σημασία του όρου, συμπαγές και ολοκληρωμένο, και μία πρωτοποριακή μουσική πρόταση, που δεν είχε πάντως κάποια σοβαρή συνέχεια ούτε από τον ίδιο, ούτε από τους ομολόγους του στο μουσικό περιβάλλον.
Άξιοι ερμηνευτές του δίσκου στάθηκαν ο Μανώλης Μητσιάς, ο Χρήστος Λεττονός και η μόλις 18χρονη Άλκηστις Πρωτοψάλτη σε πρώτη δισκογραφική εμφάνιση.
Πάμε λοιπόν στην "Τετραλογία". Ένα κορυφαίο έργο της ελληνικής δισκογραφίας, που τάραξε να νερά όταν κυκλοφόρησε υποδεικνύοντας ταυτόχρονα έναν πολύ πειστικό τρόπο για τη μουσική προσέγγιση του ποιητικού λόγου, ιδιαίτερα μάλιστα του ελεύθερου στίχου της νεωτερικής μας ποίησης. Ο τίτλος δηλώνει την παρουσία τεσσάρων ποιητών στο μελοποιημένο υλικό του δίσκου: Του Κωνσταντίνου Καβάφη (1863-1933), του Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928), του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971) και του Γιάννη Ρίτσου (1909-1990). Ο Καβάφης και ο Σεφέρης συμμετέχουν με τρία ποιήματα ο καθένας, ο Καρυωτάκης με δύο και ο Ρίτσος με ένα. Στο σύνολο εννιά μελοποιημένα ποιήματα και μια σύντομη οργανική εισαγωγή.
Δεν είναι εύκολα τα τραγούδια αυτού του δίσκου. Με την εξαίρεση τεσσάρων απ' αυτά ("Κι αν ο αγέρας φυσά", "Πες της το μ' ένα γιουκαλίλι", "Θάλασσα του πρωιού", "Θρήνος για τον Άδωνη"), τα οποία είναι "κανονικά" (και πανέμορφα) τραγούδια, τα υπόλοιπα έχουν χαρακτήρα εντελώς αντισυμβατικό, με περίπλοκη μελωδική ανάπτυξη και αντίστοιχα περίτεχνη αλλά απολύτως λειτουργική και ατμοσφαιρική ενορχήστρωση. Ο Μούτσης δε δίστασε να διακινδυνεύσει τη χρήση ηλεκτρονικών μουσικών μέσων, για να αποδώσει τα καινούργια ηχοχρώματα που είχε συλλάβει. Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος τη διαδικασία ηχογράφησης του δίσκου:
Από πλευράς παραγωγής, τα πράγματα είναι εξαιρετικά άνετα. Πολύ ακριβή παραγωγή. Φαίνεται, άλλωστε, και στην πρώτη έκδοση του δίσκου με μια αφίσα μέσα, με ανάγλυφο εξώφυλλο. Αλλά πριν φτάσουμε εκεί, εμφανίζεται το πιο σημαντικό, ίσως, δίλημμα, που αφορά την τελική μορφή του έργου... Καλές οι μελωδίες, αλλά τι να κάνω τώρα; Να βάλω πάλι δυο μπουζούκια, μια κιθάρα και το ποίημα από πάνω και να κάνω ένα δίσκο όπως ήτανε οι παλιοί; Πάνω σ' αυτό, τράβηξα μεγάλο λούκι... Με παίδεψε ένα με ενάμισι χρόνο, ως ότου αποφασίσω τι θα κάνω τελικά. Σ' αυτή τη φάση, βρεθήκαμε με τον Γιάννη Κιουρτσόγλου, ο οποίος, μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, είχανε πάρει ένα από τα πρώτα συνθεσάιζερ που είχαν έρθει στην Ελλάδα και δεν είχαν προκάτ ήχους, ένα «Μούγκ»... Και είπα; «θα το κάνω έτσι».» Έκανα μια μυστήρια ενορχήστρωση με έγχορδα, με πνευστά, με ήχους καθαρά ηλεκτρονικούς και όχι μιμητικούς κάποιων οργάνων... Ουσιαστικά, μετά τον ΑΓΙΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ, πίστευα πως, ό,τι είχε να δώσει το λαϊκό τραγούδι, το είχε δώσει. Ό,τι και να έκανα μετά, θα ήταν επανάληψη. Δοκίμασα λοιπόν μπας και η λύση ήταν η μεγάλη ορχήστρα και μέσα σ' αυτήν έβαλα και τα ηλεκτρονικά. Σκόπιμα. Μήπως είναι αυτό που θα μας βγάλει από την επανάληψη... Μήπως και δεν είναι το ύφος των τραγουδιών, αλλά ο τρόπος που θα τα ντύσουμε. Κι έτσι έκανα αυτό το ...απονενοημένο -ηχητικά- διάβημα. Αλλιώς, πολλά από τα τραγούδια που υπάρχουν εκεί, θα μπορούσαν να λεχθούν και με μια κιθάρα...
Παρά τις αμφιβολίες του συνθέτη, το αποτέλεσμα τον δικαίωσε πανηγυρικά. Η "Τετραλογία" είναι ένα έργο με την πλήρη σημασία του όρου, συμπαγές και ολοκληρωμένο, και μία πρωτοποριακή μουσική πρόταση, που δεν είχε πάντως κάποια σοβαρή συνέχεια ούτε από τον ίδιο, ούτε από τους ομολόγους του στο μουσικό περιβάλλον.
Άξιοι ερμηνευτές του δίσκου στάθηκαν ο Μανώλης Μητσιάς, ο Χρήστος Λεττονός και η μόλις 18χρονη Άλκηστις Πρωτοψάλτη σε πρώτη δισκογραφική εμφάνιση.
EMI-Columbia | 1975 | Remaster επανέκδοση: 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου