Περι ποιησεως
Κάθε τόσο επανέρχονται στις συζητήσεις μας τα
κλασικά ερωτήματα: - Βρίσκεται, άραγε, εκτός χώρου και χρόνου η
Ποίηση, είναι αχωρική και αχρονική έτσι όπως κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ
προσωπικού και διαπροσωπικού (κοινωνικού) χώρου, καθώς ο Ποιητής έξω εμπνέεται
και έσω συνθέτει, έτσι όπως κινείται, δηλαδή, στο χώρο του μηδενός.
Άραγε υπερβαίνει τον ιστορικό χρόνο, το
χρόνο των κοινωνικών εξελίξεων;
Προσδιορίζεται νοηματικώς και μορφολογικώς
από το κοινωνικό περιβάλλον ή μήπως το ξεπερνά και κατακτά την αχωρική και
αχρονική της υπόσταση πέραν της Ιστορίας;
Και εάν όντως επηρεάζεται από το κοινωνικό
περιβάλλον (ετεροπροσδιορίζεται), τότε σε ποιο βαθμό το κοινωνικό περιβάλλον ως
πεδίο κοινωνικών δράσεων, εξελίξεων, εξισοροπιστικών θεσμίσεων και ανατροπών,
επηρεάζει την Ποίηση και, αντιστρόφως, κατά πόσον η Ποίηση συμμετέχει στην και
τροφοδοτεί την κοινωνική δυναμική;
Για τη σύνθεση μιας κάποιας θέσης απέναντι
στις προηγούμενες διλημματικές εκδοχές
θα πρότεινα ως παράδειγμα το συγγραφικό έργο του Ρακίνα.
Φαντάζομαι συμφωνούμε στο ότι η δραματουργία
του Ρακίνα δεν θα είχε, ενδεχομένως, την ίδια εσωτερική νοηματική
χωροταξία αν ο ίδιος δεν είχε ανατραφεί μέσα σε ένα αμιγώς
Γιανσενίτικο περιβάλλον, δηλαδή μέσα στο γνωστό Γαλλικό θρησκευτικό (και
αργότερα πολιτικό) κίνημα του 17ου-18ου
αιώνα, που αναπτύχθηκε ως
αντίδραση στις υπερβολές του Παπισμού και του βασιλικού απολυταρχισμού
και, ασμένως, στήριξε τη Γαλλική Αστική Επανάσταση.
Εάν ο Ρακίνας
μεγάλωνε σε ένα λ.χ. Ιησουιτικό περιβάλλον
θρησκευτικού φανατισμού, θα είχαμε πιθανότατα έναν διαφορετικό δραματουργό.
Από μιαν άλλην οπτική γωνία τώρα, χωρίς την
προσωπική έφεση, το έμφυτο ταλέντο και τις συστηματικές σπουδές του ίδιου τόσο
στο Γιανσενίτικο
Πορ-Ρουαγιάλ, όσο και στο κοσμοπολίτικο Παρίσι
του Λουδοβίκου 14ου, πιθανόν δεν θα είχαμε κανέναν επώνυμο Ρακίνα.
Με την αναφορά στην
ειδική (και κάθε ανάλογη) περίπτωση του Ρακίνα αγγίζει κανείς το ζεύγος Αιτιοκρατίας – Αναιτιοκρατίας, πιο απλά το
ζεύγος αυτο-προσδιοριστίας (αυστηρή νομοτέλεια,
απόρριψη του τυχαίου) και, από την άλλη, έτερο-προσδιοριστίας
(αντίληψη περί ιστορικού επηρεασμού και προσδιορισμού των ανθρώπινων δράσεων). Δύο θεμελιωδώς
αντιθετικές σχολές και αντιλήψεις.
Παρότι γνωστά και
χιλιοειπωμένα, θα επαναλάβω πως για την πρώτη, δηλαδή την αυτο-προσδιοριστία,
η πορεία του δημιουργού, του ποιητή, του εικαστικού, νομοτελειακώς
προδιαγράφεται από την προσωπική του ετερότητα.
Για τη δεύτερη
αντίληψη της ετερο-προσδιοριστίας, οι κοινωνικές εξελίξεις και οι ανθρώπινες
δράσεις ετεροκαθορίζονται από ιστορικές συγκυρίες, από το ιστορικό κοινωνικό
περιβάλλον και βεβαίως από την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση.
Ακραίες εκφάνσεις αυτών των δύο Σχολών - αντιλήψεων στην Ποίηση αποτελούν η ατομοκεντρική, η
αυτο-ψυχαναλυτική, θα έλεγα, γραφή και, από την άλλη μεριά, ο ιδεολογικός ρεαλισμός, η ιδεοληπτική
θεώρηση της Ποίησης, η οποία ασφαλώς την
οδηγεί σε ατραπούς ιδεολογικής χειραγώγησης. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο ασυμβίβαστο
με την Τέχνη από τη χειραγώγηση.
Θα πρότεινα λοιπόν για συζήτηση πως η
αυθεντική Ποίηση βρίσκεται στον συγκερασμό των δύο αντιλήψεων.
Και εξηγούμαι με ένα δεύτερο παράδειγμα: Παρατηρώντας δείγματα της λεγόμενης Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής, της άλαλης
Ποίησης, από τη Δημητσάνα έως τη Μακρινίτσα κι από την Καστοριά μέχρι την
Ξάνθη, εύκολα διαπιστώνει κανείς μιαν επανάληψη ή, καλύτερα, αναπαραγωγή
ομοειδών αρχιτεκτονικών στοιχείων. Αισθητικά και λειτουργικά στοιχεία, που σε
όλες τις περιπτώσεις επαναλαμβάνονται, διατηρώντας όμως πάντοτε την ετερότητά
τους, χωρίς να αντιγράφουν, χωρίς να συνιστούν απομιμήσεις.
Σε κάθε ξεχωριστό αρχιτεκτόνημα, εύκολα
διακρίνονται μικρές ποιοτικές μορφολογικές διαφοροποιήσεις, μικρές, θα έλεγα,
πινελιές ετερότητας, πάντοτε, όμως, στον ίδιο καμβά, στην ίδια ρυθμολογική
βάση. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο κεντρικός νοηματικός άξονας τής συγκεκριμένης
αρχιτεκτονικής.
Πώς είναι δυνατόν, παρά την αναπαραγωγή
ομοειδών στοιχείων, να αποφεύγεται η αντιγραφή; Ποιος είναι ο Μηχανισμός Γένεσης της δημώδους αρχιτεκτονικής;
Θα απαντούσα πως είναι αυτή ακριβώς η τάση
αναπαραγωγής που κατορθώνει να μη συνιστά απομίμηση, αλλά επαναδιατύπωση
αισθητικών και λειτουργικών κωδίκων κοινωνικά αποδεκτών και, κυρίως, κοινωνικά
παραγόμενων.
Κοντολογίς, με τα
μαστόρικα συνεργεία, με τους κουδαραίους μαΐστορες, μέσω της βιωματικής εμπειρίας και του ταλέντου των, η
ίδια η Κοινωνία αρχιτεκτονεί
μέσω της
αναπαράστασης, της επαναδιατύπωσης κοινωνικών αισθητικών και λειτουργικών
συμβάσεων με την αριστοτελική
έννοια της «μιμήσεως» που δεν σημαίνει απομίμηση, αλλά αναπαράσταση κοινωνικά
αποδεκτών αισθητικών και λειτουργικών αρχών.
Υπό το ίδιο πρίσμα θα έλεγα πως η κοινοτική εμπειρική αλήθεια λειτουργεί ως μαγιά της Τέχνης, ως
μαγιά της Ποίησης.
Εάν συμφωνούσαμε πως
η Τέχνη ασφυκτιά τόσο στο ατομοκρατικό όσο και στο ιδεοληπτικό-χειραγωγικό
περιβάλλον, τότε θα αποτολμούσα έναν ορισμό, πως
αυθεντική
Ποίηση είναι η αναδιατύπωση αισθητικών και λειτουργικών κωδίκων κοινωνικώς αποδεκτών και κοινωνικώς
παραγόμενων, με την καθοριστική συνδρομή της παιδείας και του ταλέντου του ποιητή, δηλαδή με τη σφραγίδα της προσωπικής ετερότητας του δημιουργού.
Σε κάθε συγγραφικό
πεδίο εκφράζονται διαφορετικές ανάγκες επικοινωνίας και συμμετοχής στον
ευρύτερο κοινωνικό διάλογο, διαφορετικές μορφές έκφρασης της ίδιας αγωνίας.
Εάν προσεγγίσουμε την
Ποίηση ως λαλούσα Αρχιτεκτονική, θα έλεγα πως η Ποίηση έχει μια δική της
εσωτερική χωροταξία. Και όχι μονάχα μορφολογική και ρυθμολογική, αλλά μιαν
εσωτερική νοηματική χωροταξία που οφείλει να υπακούει σε κανόνες στατικής
επάρκειας και λειτουργικής ρυμοτομίας, ειδάλλως καταρρέει. Και εδώ θα
πρότεινα πως οι κανόνες αυτοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά κοινωνικές συμβάσεις
που κληρονομούνται και αναδιατυπώνονται από γενιά σε γενιά, από δημιουργό σε
δημιουργό, από ποιητή σε ποιητή.
Νομίζω πως η Κρίση, με την ευρεία έννοια τού όρου, δηλαδή
η πρωτίστως πολιτισμική και εξ αυτής
κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση, επηρεάζει τον ιδιωτικό και
δημόσιο χώρο σε καθοριστικό βαθμό, καθώς
συντόμως
εξελίσσεται σε συμπεριφορική κρίση
μπολιάζοντας έτσι και το πνευματικό και
θεσμικό πεδίο.
Πώς μπορεί λοιπόν να μείνει κανείς ουδέτερος, κλεισμένος στο χρυσό κλουβί της δικής
του διαρκούς αυτο-ψυχανάλυσης;
Θυμηθείτε από την Θεία Κωμωδία του Δάντη: - «Οι πιο σκοτεινές γωνιές της
Κολάσεως είναι φυλαγμένες για εκείνους που διατηρούν την ουδετερότητά τους σε
εποχές ηθικής κρίσης».
Θα έλεγα λοιπόν πως οι πνευματικοί δημιουργοί, οι ποιητές, επηρεάζονται βαθύτατα από τους τριγμούς της σημερινής και κάθε
εποχής, αλλά, και συγχρόνως, πως το δημιουργικό αποτέλεσμα αυτού του επηρεασμού είναι ευθέως ανάλογο με την πνευματική ετερότητα του κάθε ποιητή.
Πάντοτε το κοινωνικό περιβάλλον και η
ιστορική συγκυρία σημαδεύουν την θεματολογία και την ποιότητα της πνευματικής
δημιουργίας. Πρόκειται για την κοσμική ακτινοβολία του «συλλογικού υποκείμενου» που
προτιμώ να χαρακτηρίζω συλλογικό δημιουργό, όπου πάντως εμφιλοχωρεί
καθοριστικά η προσωπική ετερότητα του καθενός πνευματικού δημιουργού.
Συχνά με ρωτούν ποιους αφορά η Ποίηση. Μα, νομίζω, τους
πάντες.
Όπως όλες οι τέχνες, έτσι και η αυθεντική
Ποίηση μπορεί να αρέσει, να προσλαμβάνεται δηλαδή με το συναίσθημα πολύ πριν
γίνει εγκεφαλικώς κατανοητή . Άρα η απόλαυσή της δεν προϋποθέτει την κατοχή
μεταπτυχιακών τίτλων, ειμή μόνον αγαθή
προαίρεση και στοιχειώδη κοινωνική παιδεία.
Κάτω από τούτο το πρίσμα, το ποιητικό έργο
νοηματοδοτείται στο βαθμό που έχει κάτι να προσφέρει στη συλλογική προσπάθεια
προς την επαλήθευση του κοινοτικού βίου.
Άρα, εάν έχει κάποια συναισθηματική σχέση, είναι εκείνη του δημιουργού με το
συλλογικό υποκείμενο.
Θυμηθείτε τον Έλιοτ: - «Ποίηση δεν είναι η
απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η
δραπέτευση από τα αισθήματα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας, αλλά
η δραπέτευση από την προσωπικότητα. Αλλά θα πρέπει κανείς να έχει αισθήματα και
προσωπικότητα, για να θέλει να δραπετεύσει από αυτά».
Θέλω να πω, τελειώνοντας, πως το έργο του καθενός, ιδίως δε το ποιητικό έργο, δεν αποτιμάται με κάποιο αισθηματόμετρο, αλλά με τον βαθμό της αυτοαναίρεσης, της αυταπάρνησης που εκφράζει, εάν
εκφράζει, με την δική του αλήθεια, με το μερτικό του στην επαλήθευση του κοινοτικού βίου.