Θα κλείσουμε αυτό το εορταστικό αφιέρωμα για τα εκατόχρονα του Μάνου Χατζιδάκι με την τελευταία εν ζωή πρωτότυπη δουλειά του που είναι ένας κύκλος μελοποιημένων ποιημάτων του εμβληματικού Θεσσαλονικιού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου (1931-2020) με τίτλο Τα τραγούδια της αμαρτίας. Το αρχικό σχέδιο του συνθέτη ήταν να μελοποιήσει είκοσι ποιήματα, τελικά ολοκλήρωσε τα δεκαπέντε, αλλά δεν πρόλαβε να τα ενορχηστρώσει, αν και είχε ξεκινήσει τις πρόβες με τον Θεσσαλονικιό ερμηνευτή Ανδρέα Καρακότα, τον οποίο εκείνος ήταν ο πρώτος που του άνοιξε το δρόμο της δισκογραφίας 1988 με το άλμπουμ Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά και ο οποίος τελικά και τα ερμήνευσε στην επίσημη έκδοση του έργου το 1996, δυο χρόνια δηλαδή μετά το θάνατο του συνθέτη.
Όπως μας εξηγούν στο ένθετο σημείωμα της έκδοσης οι παραγωγοί του δίσκου Νίκος Κυπουργός και Γιώργος Θεοφανόπουλος (γιος και κληρονόμος του συνθέτη), η ηχογράφηση έγινε στη λιτή μορφή της φωνής με συνοδεία πιάνου, αφού ο συνθέτης πρόλαβε να αφήσει απλώς κάποια πρώτα ενορχηστρωτικά σχεδιάσματα που δεν κρίθηκαν ικανά, για να αποτελέσουν τη βάση μιας ολοκληρωμένης ενορχηστρωτικής παρέμβασης. Στη μορφή αυτή το έργο περιλαμβάνει τα δεκαπέντε μελοποιημένα ποιήματα του Χριστιανόπουλου, από τα οποία το ένα («Τύψεις») ακούγεται και σε μια δεύτερη εγγραφή που είχε γίνει πρόχειρα στο σπίτι του συνθέτη με τη φωνή του ιδίου. Στο σώμα του έργου προστέθηκαν και δυο οργανικά μέρη για σόλο πιάνο, καθώς κι ένα μελοποιημένο ποίημα του Γιώργου Χρονά («Νεαρέ γιε του μπακάλη») που κινείται στην ίδια θεματική γραμμή του σκοτεινού κι ανομολόγητου έρωτα, όπως τόσο εύστοχα περιγράφεται από την αποστροφή του συνθέτη: «Η αμαρτία είναι βυζαντινή κι ο έρωτας αρχαίος». Η πιστή συνεργάτιδα του συνθέτη Ντόρα Μπακοπούλου ερμηνεύει τα μέρη του πιάνου, ενώ το εξώφυλλο κοσμείται με παλιότερη ζωγραφιά του Γιώργου Σταθόπουλου.
Αντί άλλων δικών μου σχολίων, νομίζω πως είναι πολύ κατατοπιστικό για το πνεύμα του έργου το ένθετο σημείωμα που υπογράφει ο ίδιος ο συνθέτης μ' εκείνο το σπινθηροβόλο και αποκαλυπτικό πνεύμα που τον διέκρινε:
«Μπαίνοντας στη Θεσσαλονίκη το '45, αργά το βράδυ της Μ. Πέμπτης είχε τελειώσει η λειτουργία και οι εκκλησίες άδειες, φωτισμένες ηχούσαν πένθιμα. Περπατούσα μόνος και θαμπωμένος - είπα από μέσα μου: «Θεέ μου, πόση αμαρτία πρέπει να περιέχει αυτή η πόλη για να 'χει τόσες εκκλησίες». Ο προσφερόμενος νεανικός έρωτας μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός. Η επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς γοητευτικούς μυστικούς κώδικες με τους οποίους ολοκλήρωνε φαντασιώσεις, οράματα και τολμηρές προθέσεις. Η Θεσσαλονίκη είχε, τω καιρώ εκείνω, τρεις κοινωνικές τάξεις χωρίς μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Την αστική, την μικροαστική και τη λεγόμενη λαϊκή ή εργατική. Οι τάξεις αυτές είχαν μια ανομολόγητη έλξη ανάμεσα τους που εκδηλωνότανε με τον ομοφυλόφιλο ερωτισμό των παιδιών τους. Και οι διάφορες συνοικίες της Θεσσαλονίκης συνδέονταν η μια με την άλλη, με λεωφορεία και με νεανικές διαδρομές αναζητήσεων συντρόφων. Κι έτσι έγινα φανατικός λάτρης της πόλης και των αφανών κατοίκων της. Τα παλιά σπίτια, οι ατελείωτες συνοικίες, οι κεντρικοί μα και οι απόκεντροι δρόμοι της, λειτουργούσαν θρησκευτικά τον ερωτισμό των νεαρών κατοίκων της και την υπέροχη και τόσο προχωρημένη αταξική ερωτική συνείδηση τους. Συγχρόνως μου έγινε αντιληπτό πως ο αρχαίος έρωτας δεν έχει τόση αξία στον καιρό μας, δίχως αυτό το ανομολόγητο αίσθημα αμαρτίας κι ενοχής που μας παρέχει η βυζαντινή θρησκευτική κληρονομιά μας. Και όλ' αυτά επιχειρώ να τα συνθέσω, σε μια πολύχρωμη τοιχογραφία που περιέχει ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου κι ένα του Γιώργου Χρονά, βυζαντινές υμνωδίες, λαϊκούς ρυθμούς και μια στρατιωτική μπάντα που να παίζει επίμονα το «Ειδύλλιο του Ζήγκφριντ» του Βάγκνερ. Το έργο αυτό το αφιερώνω σ' όσους μπορούν ακόμη να διαβρωθούν από τη Μουσική και το Τραγούδι».
(c) CD | Σείριος | 1996 | Πηγή: d58
.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου