Ο Γιάννης Γλέζος (γενν. 1944) ανήκει στη χαρισματική γενιά της δεκαετίας του '60 που πήρε τη σκυτάλη από τους δυο Διόσκουρους (τον Μίκη και τον Μάνο) οδηγώντας το "έντεχνο" λαϊκό τραγούδι σε υψηλές κατακτήσεις, ειδικά όταν η μουσική τους συνδέθηκε με τη μεγάλη ποίηση κάνοντάς την ψίθυρο και σιγοτραγούδισμα στα χείλη όλου του κόσμου.
Ο Γλέζος εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του '60 στο νεοκυματικό περιβάλλον του Αλέκου Πατσιφά στη Lyra, χωρίς όμως ποτέ ο ίδιος να έχει διατελέσει οργανικό μέλος αυτού του μουσικού ρεύματος. Για 5-6 χρόνια ηχογράφησε κάμποσες δεκάδες υπέροχα τραγούδια, άλλοτε σκόρπια σε δισκάκια 45 στροφών, άλλοτε ως συμμετοχές σε προσωπικούς δίσκους σπουδαίων τραγουδιστών (Γιάννης Πουλόπουλος, Μιχάλης Βιολάρης, Ρένα Κουμιώτη κά.) και άλλοτε σε δικούς του προσωπικούς δίσκους. Στο διάστημα 1968-1974 λοιπόν μας πρόσφερε τέσσερις ολοκληρωμένους δίσκους, από τους οποίους οι τρεις βασίστηκαν σε ποίηση του Λόρκα και του Νερούδα, ενώ ο τέταρτος (πρώτος χρονολογικά) αποτελούσε έναν ωραίο κύκλων απλών λαϊκών τραγουδιών ("Η Ελένη του Μάη").
Στα μέσα της δεκαετίας του '70 (1974-1978) ο συνθέτης εγκατέλειψε ξαφνικά τη δισκογραφία, καθώς εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει ποτέ τη σύνθεση τραγουδιών. Με μια βαριά λοιπόν σοδειά τραγουδιών στις αποσκευές του επέστρεψε δριμύτερος το 1978 στο δισκογραφικό προσκήνιο, πάντα υπό τη σκέπη της ίδιας εταιρίας, ηχογραφώντας απανωτά τρία προσωπικά άλμπουμ, για να αποσυρθεί εκ νέου σε μια πολύ πιο μακρόχρονη απουσία, η οποία κάποια στιγμή διακόπηκε και πάλι. Χαρακτηριστικό αυτής της νέας περιόδου ήταν η απόφασή του να ερμηνεύει πλέον ο ίδιος τα τραγούδια του.
Ο πρώτος δίσκος λοιπόν αυτής της δεύτερης δισκογραφικής φάσης του Γιάννη Γλέζου είχε τίτλο "Χαρούμενος πηγαίνω". Πρόκειται για έναν άκρως ενδιαφέροντα κύκλο τραγουδιών, όπου ο Γλέζος εμφανίζεται ως ολοκληρωμένος πια τραγουδοποιός (μουσική, στίχοι, ερμηνεία). Αρχίζει με ένα μελοποιημένο μεσαιωνικό ποίημα του Torneol, Πορτογάλου ποιητή του 12ου αιώνα, μεταφρασμένο από την Άρη Δικταίο, το οποίο έδωσε και τον τίτλο στο δίσκο.
Τα υπόλοιπα τραγούδια έχουν δικούς του στίχους και γράφτηκαν στο διάστημα 1973-1977. Η ηχογράφηση της ορχήστρας έγινε στη Νέα Υόρκη τον Δεκέμβριο του 1977, ενώ η φωνή ηχογραφήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1978. Αυτό έχει ως συνέπεια η φωνή να μη δένει και τόσο αρμονικά πάνω στον ορχηστρικό καμβά και να ακούγεται σχεδόν σαν απόηχος. Ηλεκτρονικά και συμβατικά όργανα συνυπάρχουν στην ενορχήστρωση διαμορφώνοντας ένα υποβλητικό ηχητικό τοπίο.
Αρκετά τραγούδια πατάνε σταθερά πάνω στα στέρεα θεμέλια του ορθόδοξου λαϊκού τραγουδιού θυμίζοντας την πρώτη περίοδο του συνθέτη. Ξεχωρίζω τα κομμάτια 1, 2, 4 και 9. Ίσως με μια πιο επαγγελματική φωνή να στέκονταν πιο εύηχα αυτά τα τραγούδια, αν και προσωπικά έχω μια αδυναμία στις ερμηνείες των ίδιων των συνθετών, ακόμη κι αν δεν είναι καλλίφωνοι. Κλασική η περίπτωση του Μίκη.
Ωστόσο οι ερμηνευτικές επιδόσεις του Γιάννη Γλέζου με κάνουν κάπως επιφυλακτικό, χωρίς να μπορώ να αρνηθώ ότι διαθέτουν το ακαταμάχητο πλεονέκτημα της ειλικρίνειας και του αυθορμητισμού. Ο ίδιος άλλωστε φρόντισε με το τραγούδι "Φίλε" να μας δώσει τις δικές του εξηγήσεις για την απόφασή του αυτή, οπότε εμάς δεν μας πέφτει λόγος!
Αρκετά τραγούδια πατάνε σταθερά πάνω στα στέρεα θεμέλια του ορθόδοξου λαϊκού τραγουδιού θυμίζοντας την πρώτη περίοδο του συνθέτη. Ξεχωρίζω τα κομμάτια 1, 2, 4 και 9. Ίσως με μια πιο επαγγελματική φωνή να στέκονταν πιο εύηχα αυτά τα τραγούδια, αν και προσωπικά έχω μια αδυναμία στις ερμηνείες των ίδιων των συνθετών, ακόμη κι αν δεν είναι καλλίφωνοι. Κλασική η περίπτωση του Μίκη.
Ωστόσο οι ερμηνευτικές επιδόσεις του Γιάννη Γλέζου με κάνουν κάπως επιφυλακτικό, χωρίς να μπορώ να αρνηθώ ότι διαθέτουν το ακαταμάχητο πλεονέκτημα της ειλικρίνειας και του αυθορμητισμού. Ο ίδιος άλλωστε φρόντισε με το τραγούδι "Φίλε" να μας δώσει τις δικές του εξηγήσεις για την απόφασή του αυτή, οπότε εμάς δεν μας πέφτει λόγος!