Αφού γνωρίσαμε ήδη τα παραδοσιακά ηχοχρώματα των τραγουδιών του Νίκου Τάτση και καθώς φτάνουμε στη μεγάλη εθνική επέτειο του ξεσηκωμού του γένους κατά της οθωμανικής κατοχής, ας περάσουμε στον κατεξοχήν δημιουργό που θεμελίωσε το εμβληματικό του έργο πάνω στη ζωντανή μας παράδοση χτίζοντας ένα ιδιότυπο μουσικό κόσμο που καρποφόρησε με κορυφαία έργα στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '70.
Φυσικά αναφέρομαι στον μεγάλο συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος κλείνοντας τον πρώτο δημιουργικό του κύκλο της δεκαετίας του '60 που χαρακτηρίζονταν από συνθέσεις λαϊκού χρώματος, ακριβώς με το πέρασμα στη νέα δεκαετία μας παρουσίασε το αριστουργηματικό έργο "Χρονικό" (1970), όπου βρίσκουμε ολοκληρωμένα πλέον τα νέα μουσικά του χαρακτηριστικά.
Με το έργο μάλιστα αυτό συστήνει στο ευρύ κοινό κι έναν "καινούργιο" τραγουδιστή, συμπατριώτη του από την Κρήτη, που έμελλε να στιγματίσει ολόκληρη τη δεκαετία του '70 με τις καταλυτικές του ερμηνείες. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Νίκο Ξυλούρη που πέρασε έτσι στο πεδίο της "έντεχνης" δημιουργίας, πρώτα με τον Γιάννη Μαρκόπουλο κι ύστερα με τον Σταύρο Ξαρχάκο και άλλους συνθέτες, ενώ μέχρι τότε είχε μια προϋπηρεσία ιδιαίτερα δόκιμη στο κρητικό τραγούδι ως ερμηνευτής και λυράρης, γόνος της μεγάλης μουσικής οικογένειας των Ξυλούρηδων από τα Ανώγεια.
Ένα χρόνο λοιπόν μετά το "Χρονικό" ο Γιάννης Μαρκόπουλος αποφασίζει να κάνει τη δική του μουσική παρέμβαση στα ιερά τραγούδια της Κρήτης, τα "Ριζίτικα", τα τραγούδια της "ρίζας", από τα ριζά δηλαδή των Λευκών Ορέων που οι ντόπιοι τα λένε Μαδάρες. Τα "Ριζίτικα" ανατρέχουν αιώνες πίσω στην ιστορία του νησιού με τους διαρκείς αγώνες των ανταρτών πάνω στα βουνά ενάντια στους ξένους κατακτητές (Βενετούς, Τούρκους) αγγίζοντας και τα "ακριτικά" δημοτικά τραγούδια ("Διγενής") και φτάνουν μέχρι και τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ιδιαίτερα συγκινητικά είναι τα θρηνητικά "ριζίτικα", τα μοιρολόγια για τον αγωνιστή που ψυχορραγεί και αποχαιρετά τους αγαπημένους του θυσιάζοντας τη ζωή του για την πατρίδα. Αρκετά "ριζίτικα" τραγούδια πέρασαν από στόμα σε στόμα κι έγιναν σύμβολα αγωνιστικών κινητοποιήσεων, όπως το "Πότε θα κάμει ξαστεριά" ή το "Αγρίμια κι αγριμάκια μου".
Ο συνθέτης προχώρησε σε πλήρη επεξεργασία του ακριβού αυτού υλικού δίνοντάς του "έντεχνη" ορχηστρική γραμμή με πολύ επιδέξιο συνταίριασμα ποικίλων οργάνων, άλλοτε παρμένων από την παράδοση, όπως κρητική και ποντιακή λύρα, σαντούρι, ασκομαντούρα, κλαρίνο και λαούτο, κι άλλοτε από τη δυτική παράδοση, όπως κιθάρα ή βιολοντσέλο. Το αποτέλεσμα ηχεί εντυπωσιακό και, συνδυασμένο με τη συγκλονιστική ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη, διαμορφώνει ένα ηχητικό σύμπαν απόλυτα συναρπαστικό και γοητευτικό, έστω κι αν οι πιστοί υποστηρικτές της παράδοσης των "ριζίτικων", όπως ο περίφημος Παπά-Άγγελος Ψυλλάκης που γνωρίσαμε παλιότερα στο Δισκοβόλο, τάχτηκαν εχθρικά απέναντι στη μουσική πρόταση του Μαρκόπουλου.
Η έκδοση της Columbia ήταν εξαιρετικά επιμελημένη με πλούσιο ένθετο και άριστη ηχογράφηση. Μάλιστα η έκδοση στη γαλλική της εκδοχή το 1976 κέρδισε και το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας επισφραγίζοντας πανηγυρικά την εξαιρετική δουλειά του συνθέτη και του ερμηνευτή.
(c) LP | EMI Columbia | 1971 | Πηγή: d58
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου