Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού του ΕΙΡ (1959-1961)

Μιας και παρουσιάσαμε τις ιστορικές πρωτοβουλίες του Μάνου Χατζιδάκι με τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα και την Καλαμάτα που στάθηκαν σημαντικοί αιμοδότες του ελληνικού τραγουδιού, είναι ευκαιρία να γυρίσουμε το χρόνο πολύ πίσω, τότε που ο μεγάλος συνθέτης έχτιζε τη ζηλευτή καριέρα του και κατακτούσε και το διεθνές κοινό με την απονομή του όσκαρ, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του '50 και στις αρχές της ακμαίας δεκαετίας του '60.
Θέλω λοιπόν να μιλήσουμε σήμερα για τα τρία πρώτα Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού που διοργανώθηκαν στην Αθήνα επί τρεις διαδοχικές χρονιές (1959-1961), πριν μεταφερθεί η έδρα του φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη και ενσωματωθεί στις δραστηριότητες της Διεθνούς Έκθεσης από το 1962 μέχρι το τέλος του θεσμού που μετά από κάποιες ενδιάμεσες διακοπές ήρθε οριστικά το 2008.
Το ελληνικό λοιπόν Φεστιβάλ Τραγουδιού ξεκίνησε το 1959 υπό την αιγίδα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και του τότε δραστήριου διευθυντή του Πύρρου Σπυρομήλιου ακολουθώντας τα πρότυπα των πρώτων μεγάλων ευρωπαϊκών φεστιβάλ που είχαν προηγηθεί, δηλαδή του Σαν Ρέμο (1951) και της Eurovision (1956). Ο κυρίαρχος ήχος της εποχής ήταν αυτός του λεγόμενου "ελαφρού" τραγουδιού και γιαυτό η ορχήστρα της ραδιοφωνίας ονομαζόταν Ελαφρά Ορχήστρα του ΕΙΡ, ενώ το μπουζούκι ήταν απαγορευμένο για τον εθνικό ραδιοφωνικό φορέα! 
Το πρώτο φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1959 στο ξενοδοχείο King George της Αθήνας με παρουσιαστή τον Δημήτρη Χορν. Στην τελική διαγωνιστική βραδιά είχαν επιλεγεί 16 τραγούδια "ελαφράς" αισθητικής και η κυριαρχία του Μάνου Χατζιδάκι με τη στενή συνεργάτιδά του Νάνα Μούσχουρη υπήρξε πλήρης αποσπώντας το πρώτο βραβείο με το τρυφερό τραγούδι "Κάπου υπάρχει η αγάπη μου", ενώ το δεύτερο βραβείο δόθηκε στο όμορφο τραγούδι με τζαζ πινελιές "Ξέρω κάποιο αστέρι" του Μίμη Πλέσσα ερμηνευμένο πάλι από τη Νάνα Μούσχουρη.
Το δεύτερο φεστιβάλ διεξήχθη στις 5 Ιουλίου 1960 στον Ιππόδρομο του Φαλήρου με παρουσιαστές τους ηθοποιούς Ντίνο Ηλιόπουλο και Μαρία Καλουτά και 15 τραγούδια με το δίδυμο Μάνου Χατζιδάκι και Νάνας Μούσχουρη να επικρατεί και πάλι και μάλιστα με δύο τραγούδια στην πρώτη θέση, το "Κυπαρισσάκι" και το "Τιμωρία", ενώ το δεύτερο βραβείο κατέκτησε το δροσερό τραγουδάκι του Σπήλιου Μεντή "Καλοκαιράκι" ερμηνευμένο από τη Γιοβάννα.
Στον ίδιο χώρο διεξήχθη και το τρίτο και τελευταίο φεστιβάλ του ΕΙΡ στην Αθήνα στις 2 Ιουλίου 1961 κάτω από την ισχυρή λάμψη της παγκόσμιας καταξίωσης του Μάνου Χατζιδάκι με την πρόσφατη απονομή του βραβείου όσκαρ για το τραγούδι του "Τα παιδιά του Πειραιά", το οποίο ωστόσο έμοιαζε να ανατρέπει τα αισθητικά δεδομένα του φεστιβάλ, καθώς ήταν γραμμένο στον καθαρόαιμο λαϊκό ρυθμό του χασάπικου και φυσικά παιζόταν με το αμαρτωλό μπουζούκι! Δε ξέρω βέβαια αν όλα αυτά έπαιξαν το ρόλο τους και στο τρίτο φεστιβάλ ο Χατζιδάκις περιορίστηκε στο δεύτερο βραβείο με το υπέροχο "Κουρασμένο παλικάρι" ερμηνευμένο και πάλι από τη Νάνα Μούσχουρη, ενώ ο θριαμβευτής της χρονιάς ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης με την καταιγιστικού ρυθμού "Απαγωγή" του που ερμήνευσε έξοχα η Μαίρη Λίντα.
Κλείνω επισημαίνοντας ότι στο τρίτο φεστιβάλ έλαβε μέρος ως πρωτοεμφανιζόμενος ο σπουδαίος λαϊκός συνθέτης Σταύρος Κουγιουμτζής με το τρυφερό "Περιστεράκι" που ερμήνευσε η Ζωή Κουρούκλη και έλαβε ειδικό βραβείο, αν και ο συνθέτης στάθηκε αδύνατον να παραστεί στην εκδήλωση λόγω αδυναμίας να εξασφαλίσει την κατάλληλη ενδυμασία!
Και κάτι τελευταίο: Η μεταφορά από την επόμενη χρονιά του φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη δε σήμανε αυτομάτως και την υποβάθμισή του, αφού μέχρι το τέλος τουλάχιστον της δεκαετίας αρκετοί σημαντικοί δημιουργοί έδειξαν το σεβασμό τους συμμετέχοντας ενεργά στο διαγωνιστικό μέρος, πράγμα που είχε ως συνέπεια να προκύψουν πολλά ωραία τραγούδια και τα επόμενα χρόνια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της βράβευσης του Νότη Μαυρουδή το 1965 με το εξαίσιο τραγούδι "Ήταν μεγάλη η νύχτα" που ερμήνευσε μαγικά η Σούλα Μπιρμπίλη. Δυστυχώς όμως από την επιβολή του χουντικού καθεστώτος και μετά το φεστιβάλ άρχισε να απαξιώνεται από σοβαρούς δημιουργούς κι αυτό οδήγησε σταδιακά στην παρακμή του.



(c) 2CD | Αρχείο Ελληνικής Ραδιοφωνίας | 1999 | Πηγή: d58

2 σχόλια:

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΡΙΝΗΣ είπε...

Για τα δύο θαυμαστικά:
1) ενώ το μπουζούκι ήταν απαγορευμένο για τον εθνικό ραδιοφωνικό φορέα! = Θα θέλαμε ένα μουσικολογικό κείμενο περί της θέσεως του μπουζουκιού στο πάνθεον των μουσικών οργάνων και διατί είναι απαραίτητον!
2) λόγω αδυναμίας να εξασφαλίσει την κατάλληλη ενδυμασία! = Οταν εμείς πηγαίνομε ντυμένοι με τα καλά μας ΔΕΝ πρέπει και οι συντελεσταί να είναι καταλλήλως ενδεδυμένοι;;

Άαβας / d58 είπε...

Αγαπητέ κ. Μαρίνη, εκλαμβάνω ως καλοπροαίρετη την παρέμβασή σας παρά τη λανθάνουσα επιθετικότητα του ύφους της. Απαντώ λοιπόν στο βαθμό που μπορώ επ' αυτών που επισημαίνετε:
α) Δεν σεμνύνομαι ως εμβριθής γνώστης της μουσικολογίας κι επομένως δεν είμαι υποχρεωμένος να παραθέσω κάποιο εξειδικευμένο επιστημονικό κείμενο για το θέμα που αναφέρετε. Ως επιμελής μουσικόφιλος και συλλέκτης πάντως μπορώ πολύ εύκολα να υποστηρίξω ότι το μπουζούκι είναι συνυφασμένο με τον αυθεντικό λαϊκό μας πολιτισμό επί έναν τουλάχιστον αιώνα, ώστε με την προ του αθηναϊκού φεστιβάλ (1959-1961) ευδόκιμη παρουσία του στο πεδίο του απλού τραγουδιού να νομιμοποιείται να έχει θέση και σε μια διαγωνιστική παρουσίαση τραγουδιών! Το θεωρώ προφανές και άνευ νοήματος να το αμφισβητεί κανείς ανακινώντας δαιμόνια του παρελθόντος, όταν οι μουσικοί μας επιδίδονταν σε ανοίκειους διαξιφισμούς διαχωριζόμενοι σε "ελαφρούς" και "λαϊκούς". Ήδη ένας Μάνος Χατζιδάκις είχε πειστικότατα απενοχοποιήσει τους λαϊκούς δημιουργούς και το μπουζούκι από τα τέλη της δεκαετίας του '40 και ήρθε ένας Μίκης Θεοδωράκης να το λαμπρύνει με την ένταξή του σε ένα τόσο σύνθετο λόγιο έργο, όπως το "Άξιον Εστί"! Θα ήθελα λοιπόν ως μια ισχυρή απόδειξη της υψηλής μουσικής αξίας του συγκεκριμένου οργάνου να σας παραπέμψω στο εισαγωγικό κομμάτι του έργου "Χρώματα" (1968) του Σταύρου Ξαρχάκου με τίτλο "Μια βόλτα για το φίλο μου" που είναι χτισμένο πάνω σε μπαρόκ ηχοχρώματα. Είμαι βέβαιος ότι αν ζούσε σήμερα ένας W.A. Mozart, εντελώς απαλλαγμένος από στεγανά και τυπολατρίες, θα είχε αξιοποιήσει το μπουζούκι σε κάποια ευφυή του σύνθεση! Εν τέλει, δε νομίζω πως έχει καμία λογική να ενοχοποιούμε ένα μουσικό όργανο που είναι κατασκευασμένο με τα ίδια υλικά, όπως άλλα έγχορδα νυκτά όργανα (π.χ. μαντολίνο, λαούτο, κιθάρα κλπ.), γιατί αυτό παραπέμπει σε αντιδραστικές ηθικολογίες του μεσαίωνα!
β) Δεν καταλαβαίνω καθόλου το σχόλιό σας για την ενδυμασία που δείχνει μια υπεροπτική και αριστοκρατική αντίληψη περί αμφίεσης σε χώρους δήθεν λαμπερούς και φαντασμαγορικούς. Μου είναι αδύνατον να δεχθώ λοιπόν ότι αποτελεί υψηλότερη αξία για έναν μουσικό θεσμό το πώς θα είναι ντυμένοι οι συντελεστές από την ίδια τη φυσική παρουσία των συντελεστών και μάλιστα δημιουργών! Πολύ καλά λοιπόν έκανε ο κακομοίρης ο Κουγιουμτζής που κρύφτηκε πίσω από το φράχτη και δεν κατέφυγε στις φτηνιάρικες και υποκριτικές πρακτικές κάποιων άλλων που ενώ δεν είχανε να φάνε, χρεώνονταν για να νοικιάσουν μια επίσημη ενδυμασία. Ευτυχώς αυτά τα υποκριτικά στερεότυπα έχουν προ πολλού εγκαταλειφθεί από τους νεότερους μουσικούς σε αντίστοιχες μουσικές εκδηλώσεις, όπου οι μουσικοί όχι απλώς δεν ακολουθούν κάποιο dress code, αλλά εμφανίζονται με το πιο απίθανο ή προκλητικό ντύσιμο, το οποίο - ακόμη κι αν δε μου αρέσει - ασφαλώς το προτιμώ!