Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

Χρήστος Λεοντής, Γιάννης Ρίτσος: Καπνισμένο τσουκάλι (1975)

Επέτειος της αιματηρής εξέγερσης του Πολυτεχνείου σήμερα και γυρνάμε πάλι σ' εκείνη τη δύσκολη εποχή, όταν η μεταπολίτευση έφερε μαζί με τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις και μια ριζική ανατροπή των δεδομένων του ελληνικού τραγουδιού με τη δυναμική "εισβολή" της καταιγίδας Θεοδωράκη και του πολιτικού τραγουδιού, που ήταν επόμενο να επηρεάσει συνολικά την κατεύθυνση και την αισθητική της ελληνικής δισκογραφίας. 
Ανάμεσα στους δημιουργούς που συντονίστηκαν αμέσως στη δυναμική αυτή ήταν και ο Χρήστος Λεοντής. Κατά την πολύ παραγωγική διετία 1974-1975 ο σημαντικός συνθέτης παρουσίασε τρεις ολοκληρωμένες δουλειές που αποτελούν την κορύφωση της δισκογραφικής του παρακαταθήκης στο νεοελληνικό πολιτισμό. Πρώτα το "Αχ, έρωτα" κι αμέσως μετά, σχεδόν ταυτόχρονα, τις "Παραστάσεις" και το "Καπνισμένο τσουκάλι". Τρεις απανωτές ηχογραφήσεις και ύστερα μακρόχρονη πάλι σιωπή, λες και ήρθαν σαν μια ανάγκη αποφόρτισης του συνθέτη από ένα βάρος που κουβαλούσε μέσα του για καιρό. Και πράγματι, αυτή η ξεχωριστή τριλογία του συνθέτη χαρακτηρίζεται από έντονη πολιτική φόρτιση με αναφορές σε σκοτεινές πολιτικές συνθήκες είτε του τόπου μας, είτε και άλλων τόπων με ανάλογες πολιτικές περιπέτειες από μισαλλόδοξα καθεστώτα (κυρίως Ισπανία). Από την άποψη αυτή δεν απέχει πολύ ο λυρικός λόγος του Ισπανού Λόρκα με τον αιχμηρό, αλλά βαθιά αισιόδοξο λόγο του Γιάννη Ρίτσου, στην ποίηση του οποίου ακουμπά ο σπουδαίος συνθέτης με το έργο του "Καπνισμένο τσουκάλι", το οποίο μάλιστα είχε γραφτεί στις μέρες του Πολυτεχνείου και προορίζονταν για την πρώτη του παρουσίαση λίγες μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα εκείνου του μοιραίου Νοέμβρη του '73. 
Το "Καπνισμένο τσουκάλι" λοιπόν με τη χαρακτηριστική λαϊκή γλώσσα που επιλέγει ο ποιητής, αλλά και τις αυθεντικές λαϊκές εικόνες της καθημερινότητας που επιστρατεύει, για να μπορέσει μέσα από αγνά υλικά να μας δώσει ένα απέριττο ποιητικό αριστούργημα, ευτύχησε στα χέρια του εκλεκτού συνθέτη να πάρει την κατάλληλη μουσική φόρμα που θα του άνοιγε το δρόμο να περάσει και στο κατάλληλο ακροατήριο, δηλαδή και στον πιο απλό καθημερινό άνθρωπο. Δυναμικές εξάρσεις, χορευτικά και ρυθμικά τραγούδια, αλλά και εξαίσιες μελωδικές νησίδες, όλα ενορχηστρωμένα με υποδειγματική μαεστρία από τον συνθέτη που ευτύχησε να έχει μαζί του και δυο ακριβές φωνές, για να τους δώσουν το τελικό περιτύλιγμα σαν ένα δώρο καρδιάς του ποιητή και του συνθέτη στο διψασμένο κοινό της εποχής που έβγαινε αναζωογονημένο και διψασμένο από της εφτάχρονη τυραννία της χούντας των συνταγματαρχών. Ο Νίκος Ξυλούρης, έχοντας κλείσει πολύ ευδόκιμα δυο μεγάλους κύκλους συνεργασιών του στο πεδίο του "έντεχνου" τραγουδιού, πρώτα με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και αμέσως μετά με τον Σταύρο Ξαρχάκο, βρέθηκε στο περιβάλλον του Λεοντή συμμετέχοντας την ίδια χρονιά και στους δυο δίσκους του συνθέτη (Παραστάσεις, Καπνισμένο τσουκάλι), μαζί με την υπέροχη Τάνια Τσανακλίδου που μόλις τότε έκανε τα πρώτα της βήματα στο ελληνικό τραγούδι, ήταν οι δυο άξιοι ερμηνευτές του έργο, στο οποίο πάντως συμμετέχει και ο ίδιος ο ποιητής απαγγέλλοντας στίχους του, καθώς και τραγουδιστής Βασίλης Μπάρνης.
Παραθέτω εδώ ένα πολύ κατατοπιστικό σημείωμα* του συνθέτη σχετικό με τη σύνθεση και την ηχογράφηση του έργου του:
  • Από υπερβολικό θαυμασμό για το έργο των ποιητών, είχα ανέκαθεν την εντύπωση πως ό,τι ήταν γραμμένο σε μορφή ποιήματος δεν είχε γραφεί από χέρι ανθρώπου, αλλά ήταν εξ ουρανού. Αυτή την εντύπωση είχα βέβαια και για το έργο του Ρίτσου πριν τον γνωρίσω. Η γνωριμία μας έγινε στις 12 Μαρτίου 1963, τη μέρα που έκανα την παρθενική μου συναυλία, μαζί με τον Μάνο Λόϊζο, στο θέατρο Ακροπόλ. Είχε έρθει να μας ακούσει, όπως επίσης και ο Βρεττάκος, χωρίς να γνωριζόμαστε με κανέναν από τους δύο. Τη συναυλία μας την προλόγιζε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μάλιστα την ίδια εκείνη μέρα και με διαφορά μισής ώρας έπαιζε με τον Μάνο Χατζιδάκι σε άλλο θέατρο, το Κεντρικόν. Εγώ είχα μεγάλο τρακ σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, διότι πριν την έναρξη μας είχαν ειδοποιήσει για την έλευση των δύο ποιητών, αλλά στο τέλος ήρθαν και μας συνεχάρησαν θερμά. Με τον Ρίτσο βγάλαμε και μια φωτογραφία, που μού θυμίζει τη μέρα της γνωριμίας μας. Από τότε άρχισα να διαβάζω πιο συστηματικά την ποίηση του Ρίτσου, του Βρεπάκου και πολλών άλλων συγχρόνων ή παλιότερων ποιητών, γιατί πίστευα πως ήταν κι ένα μέρος της δουλειάς μου. Προσπαθούσα να ανακαλύψω τον Λόγο που θα εξέφραζε και μένα, για να μπορέσω να τον κάνω μουσική, αφού η καλλιτεχνική μας ιδεολογία εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα στραμμένη προς την ελληνική ποίηση. Ετσι μου δόθηκε η ευκαιρία και ξεκίνησα με βουλιμία να μελετώ τον Ρίτσο. Μέσα από κει γνώρισα το ποιητικό του μεγαλείο, την ανθρωπιά του, αλλά και το νεανικό στοιχείο της αμεσότητας που έχει ο λόγος του - γιατί είναι αλήθεια ότι πολλοί καλλιτέχνες αποφεύγουν να μιλήσουν άμεσα, κάνοντας πολλές αδικαιολόγητες στροφές στην έκφραση τους. Προσωπικά, θαυμάζω τους ποιητές που ήδη με την πρώτη ανάγνωση σου αφήνουν το από¬σταγμα της σκέψης και του αισθήματος τους. Τέτοιοι ποιητές είναι ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος. Από το έργο του Ρίτσου βρήκα πολλά ποιήματα που θα μπορούσα να τα προσεγγίσω και να γράψω πάνω τους μουσική. Πολλών λογιών συγκυρίες όμως δε μού επέτρεψαν να το κάνω. Ώσπου ήρθε η περίοδος της δικτατορίας και, το 1973, τα γεγονότα της Νομικής. Καθώς όλος ο κόσμος προσπαθούσε να συμπαρασταθεί με όποιο τρόπο μπορούσε στα παιδιά που είχαν κάνει κατάληψη, εγώ κλείστηκα στο σπίτι μου φέρνοντας συνέχεια στη σκέψη μου την ποίηση του Ρίτσου, γιατί μόνο αυτή εξέφραζε εκείνη τη στιγμή εκείνο που αισθανόμουν. Βρήκα μάλιστα ένα από τα λιγότερο γνωστά του έργα, το ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ από τη συλλογή ΑΓΡΥΠΝΙΑ. Ομολογώ ότι μπροστά μου ανοίχτηκε ένας διάπλατος ορίζοντας, που ούτε καν μπορούσα να το φανταστώ για ένα ποίημα γραμμένο σε άλλη εποχή, το 1948, κάτω από άλλες συνθήκες. Αρχισα να το διαβάζω, να το επεξεργάζομαι μουσικά και μέσα σε δυο τρεις μέρες είχα γράψει τα πρώτα τραγούδια: Το Ηταν μακρύς ο δρόμος, το Αυτά τα κόκκινα σημάδια και το Ξέρουμε. Την επομένη το βράδυ κατέβηκα στο κέντρο. Είχαν ήδη προχωρήσει τα γεγονότα, διαδηλώσεις, συλλήψεις κλπ. Μας κυνηγούσαν οι αστυνομικοί και κάποια στιγμή βρέθηκα με ένα παπούτσι στην οδό Αθηνάς, κοντά στη Λαχαναγορά. Για να γλιτώσω ανέβηκα σ' ένα καρότσι, σκεπάστηκα με κάτι καφάσια κι έμεινα εκεί ώσπου πέρασε η μπόρα. Διέσχισα μετά το Μοναστηράκι κι από κει έφτασα στην Πλάκα. Εκεί, στην οδό θόλου, υπήρχε μια μπουάτ (νομίζω λεγόταν Το χρυσό βαρέλι), όπου τραγουδούσε ο Γιώργος Ζωγράφος. Μπαίνω μέσα και βλέπω γύρω στους 40-50 φοιτητές, άλλους ματωμένους, άλλους με τα μάτια πρησμένα από τα δακρυγόνα, όλους στην ίδια περίπου κατάσταση με μένα. Επικρατεί μια ατμόσφαιρα σχεδόν καλογερίστικη, συγκινησιακά φορτισμένη. Οπότε, με καλεί ο Ζωγράφος αν θέλω να παίξω κάτι δικό μου. Εκείνη την ώρα, το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν τα τραγούδια του Ρίτσου που μόλις είχα γράψει. Κάθομαι λοιπόν στο πιάνο, συγκεντρώνομαι και προσπαθώ να τα θυμηθώ. Παίζω το πρώτο κομμάτι, μετά το δεύτερο, μετά το τρίτο, χωρίς να σταματήσω καθόλου ενδιάμεσα. Τελειώνοντας ένιωσα φοβερή κούραση, ένα πλάκωμα και σα να μού είχαν κοπεί τα χέρια από τη ρίζα. Δε χειροκρότησε κανείς, αλλά, μόλις γύρισα το κεφάλι, είδα όλα τα παιδιά αγκαλιασμένα ανά δύο, σκυφτά και να κλαίνε. Με πήραν και μένα τα κλάματα. Αυτή ήταν η πρώτη εκτέλεση των πρώτων κομματιών από το ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ. Τότε κατάλαβα ότι ο Ρίτσος ήταν πραγματικά ένας οδηγητής, ένας οραματιστής, ένας ηγέτης ανθρώπων που θέλουν να ζήσουν με υπερηφάνια. Και τα ποιήματα του, που έγιναν τραγούδια, εκφράζουν τον αγώνα της εποχής και τον αγώνα κάθε εποχής για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία. Γιατί, όσο κι αν φθείρεται η ψυχή του ανθρώπου, πάντα μια εσωτερική δύναμη αυτοάμυνας του ανοίγει χαραμάδες και διόδους προς το φως. Μόλις ολοκλήρωσα το ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ, τηλεφώνησα στο Ρίτσο και ζήτησα να τον δω, κυρίως γιατί στα τραγούδια είχα κάνει κάποιες «μικροαυθαιρεσίες» τεχνικής φύσεως (είχα μετατοπίσει κάποιους στίχους ή τους επαναλάμβανα στο τέλος) και ήθελα να τον ενημερώσω. Έγραψα σε μια μαγνητοταινία, τελείως πρόχειρα, τα τραγούδια και του την πήγα. Την άκουσε μόνος του και την επομένη μου τηλεφώνησε ενθουσιασμένος. «Αισθάνομαι, μού λέει, πως έχουν μια δύναμη που ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν την είχα φανταστεί. Τα ποιήματα πήραν μια άλλη δυναμική και βγήκε μπροστά το στοιχείο της αισιοδοξίας, του αγώνα σε όλο του το εύρος και την ομορφιά. Γιατί ο αγώνας δεν είναι μόνο η μάχη, είναι και η ομορφιά της ζωής μετά τη μάχη. Και τα τραγούδια αυτά, μού λέει, φέρνουν στο φως όλη αυτή την ομορφιά». Περιττό να πω ότι πέταξα στα σύννεφα. Πολύ περισσότερο επειδή επρόκειτο για έναν ποιητή που, αντικειμενικά, είναι από τους σημαντικότερους. Άλλωστε, τον θεωρώ έναν από τους δασκάλους μου - μαζί με τον Κουν, τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη. O Ρίτσος υπερασπιζόταν με το έργο του αξίες της ζωής και αξίες της Τέχνης, οι οποίες με αφορούσαν και μένα βαθιά. Το ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ πρωτοπαρουσιάστηκε ολόκληρο σε μια μπουάτ που είχα ανοίξει στην Πλάκα, την Αγρύπνια, άπου το τραγουδούσε η Ελένη Μοντέλου. Αργότερα, θέλησα να το παρουσιάσω σε μια συναυλία. Πήρα τη σχετική άδεια (από τον τότε υπουργό Προεδρίας της δικτατορίας, τον Ζουρνατζή) και η συναυλία είχε ορισθεί για τις 26 Νοέμβρη του 73. Εν τω μεταξύ όμως έγιναν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, οπότε η συναυλία ματαιώθηκε. Όταν, αρκετό καιρό μετά την Μεταπολίτευση, επρόκειτο να γυριστεί το έργο σε δίσκο, με τον Νίκο Ξυλούρη, ζήτησα από το Ρίτσο να διαβάσει ο ίδιος κάποιους στίχους. Εκείνος αρχικά αρνήθηκε και μού πρότεινε να τα διαβάσει ο Μάνος Κατράκης. Εγώ δεν ήθελα, αφ' ενός διότι ο Κατράκης διάβαζε κάποια μέρη από το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο δίσκο του Θεοδωράκη και αφ' ετέρου διότι μού άρεσε η ιδέα να συμμετέχει ο ίδιος ο ποιητής και ν' ακούγεται η φωνή του. Κατά βάθος, ήξερα ότι και σ' εκείνον άρεσε η ιδέα. Έτσι όταν του είπε «Καλά, θα ζητήσω από τον Κατράκη να τα πει», εκείνος συμφώνησε και μού είπε: «Άσε, θα δοκιμάσω να τα πω εγώ». Νομίζω ότι το αποτέλεσμα είναι επιτυχημένο - η φωνή του είναι πολύ ωραία και η ανάγνωση του σαν ερμηνεία θεατρικού ρόλου. Ο Ρίτσος λείπει σαν παρουσία, σαν ολοκληρωμένη καλλιτεχνική υπόσταση. Δεν ήταν μόνο σπουδαίος ποιητής. Ασχολήθηκε με το θέατρο, το μυθιστόρημα, την μετάφραση. Ζωγράφιζε εξαιρετικά πάνω σε πέτρες και σε καλαμόριζες. Επαιζε πιάνο, στα νιάτα του υπήρξε χορευτής. Ένας μεγάλος πνευματικός άνθρωπος, που το έργο του ανοίγει δρόμους. «Ενα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα», λέει στο ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ. Αυτό ακριβώς είναι ο Ρίτσος: ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα. Και στο σημερινό σκοτάδι, αυτό το φως μού λείπει, μας λείπει πολύ. 

*Το κείμενο γράφτηκε για το αφιέρωμα του περιοδικού Η ΛΕΞΗ στον Γιάννη Ρίτσο (Τεύχος 182, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004)

(c) LP | EMI Columbia | 1975 | Πηγή: d58

Δεν υπάρχουν σχόλια: