Από τους ένδεκα γιους του Μπαχ μικρότερος ήταν ο Johann Christian Bach (1735-1782), ο οποίος γεννήθηκε στη Λειψία και πέθανε στο Λονδίνο, όπου έζησε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του (από το 1762) και δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Ο πατέρας του πρόλαβε να του δώσει τα πρώτα μουσικά μαθήματα, αλλά κυρίως μαθήτευσε δίπλα στον σπουδαίο αδελφό του Carl Philipp Emanuel που ήταν ήδη ο κορυφαίος συνθέτης της εποχής του. Στο Λονδίνο μάλιστα είχε την ευκαιρία να γνωριστεί και με τον Mozart, τη μουσική ιδιοφυία του οποίου είναι βέβαιο ότι επηρέασε σε σημαντικό βαθμό.
Το έργο του Johann Christian είναι πολυσήμαντο και ογκώδες και καλύπτει όλα τα μουσικά πεδία. Ξεχωρίζουν πάντως οι οργανικές του συνθέσεις, όπως τα πολυάριθμα κοντσέρτα για pianoforte, αλλά και οι πάνω από εξήντα σύντομες συμφωνίες του για ορχήστρα εγχόρδων.
Από τις συμφωνίες λοιπόν αυτές αγαπημένες μου είναι οι έξι Συμφωνίες, Op.3, που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν στο Λονδίνο το 1765. Πρόκειται για σύντομες συνθέσεις με τριμερή ανάπτυξη που μοιάζουν σαν εισαγωγές για όπερα. Η ορχήστρα βασίζεται κυρίως στα έγχορδα, ενώ περιλαμβάνονται και δύο όμποε και κόρνα. Το πρώτο (γοργό) μέρος ακολουθεί κάπως ελεύθερα την ανάπτυξη της σονάτας, ενώ το δεύτερο (αργό) μέρος διακρίνεται για την μελωδικότητά του, για να καταλήξει κάθε έργο σε ένα χορευτικό γοργό φινάλε.
Από τις πάμπολλες ερμηνείες των έξι αυτών συμφωνικών αριστουργημάτων ξεχωρίζω μια παλιότερη του 1970 που τη θεωρώ και την καλύτερη. Παίζει η ιστορική συμφωνική ορχήστρα Academy of Saint Martin-in-the-Fields του Λονδίνου υπό την εγγυημένη διεύθυνση του στιβαρού αρχιμουσικού και ιδρυτή της Neville Marriner. Ο δίσκος εκδόθηκε από τη Philips ενταγμένος (κάπως καταχρηστικά βέβαια) στη σειρά Living Baroque.