Ο Νίκος Κυπουργός είναι ένας σύγχρονος Έλληνας συνθέτης με την ολοκληρωμένη σημασία του όρου. Κινείται με άνεση από τις φόρμες της συμφωνικής γραφής μέχρι τις απλές μορφές του τραγουδιού. Ανήκει στη λεγόμενη «σχολή Χατζιδάκι», της οποίας είναι ίσως το επιφανέστερο μέλος. Ο μεγάλος συνθέτης εκτιμούσε ιδιαίτερα τα προσόντα του και τον «έχρισε», κατά κάποιο τρόπο, διάδοχό του. Από πολύ νωρίς («Εδώ Λιλιπούπολη», 1980) ο Κυπουργός βρέθηκε στο περιβάλλον του Μάνου Χατζιδάκι και σύντομα έγινε η σκιά του στις ποικίλες μουσικές του δραστηριότητες. Το 1984 κυκλοφόρησε το soundtrack της ταινίας «Memed, γεράκι μου», το οποίο ουσιαστικά αποτελεί συνδημιουργία των δύο συνθετών. Το ίδιο έγινε και με το soundtrack της ταινίας «Ελεύθερη Κατάδυση» (1995). Τέλος, το 2005, βασιζόμενος στα σχέδια που άφησε ο Χατζιδάκις, ο Κυπουργός ανασύνθεσε σε ολοκληρωμένη μορφή το έργο «Αμοργός».
Η πρωτότυπη συνθετική εργασία του Νίκου Κυπουργού είναι ιδιαίτερα αξιόλογη και πλούσια. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι έχει σχεδόν πάντα ως αφετηρία την εικόνα. Έτσι τα περισσότερα έργα του είναι γραμμένα για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια η αναγνώριση του ταλέντου του πέρασε τα σύνορα της χώρας και δεν είναι λίγες οι συνεργασίες του με μουσικές επενδύσεις σε διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές. Το πρώτο σημαντικό έργο του στο πεδίο της σκηνικής μουσικής έχει τίτλο "Εν Αθήναις". Γράφτηκε για το "Ελληνικό Χοροθέατρο" της Ραλλούς Μάνου και παρουσιάστηκε στο Λυκαβηττό στις 23 Αυγούστου 1985, ενώ σε δίσκο εκδόθηκε την επόμενη χρονιά από τη Lyra.
Τι λέει ο συνθέτης για το δίσκο:
[…] Στο studio του Δράκου στη Φιλοθέη, και μάλιστα σ’ ένα μικρό βοηθητικό δωμάτιο στο πάνω πάτωμα, δούλευα με τον Λάκη, έναν εικοσάχρονο εκκολαπτόμενο ηχολήπτη, σε μια κονσόλα της δεκαετίας του '60. Η κονσόλα αυτή ασκούσε και στους δυο μας μια ιδιαίτερη έλξη, γιατί ήταν αγορασμένη από τα studio της Abbey Road και έλεγαν ότι σ' αυτήν ηχογράφησαν τα πρώτα τους τραγούδια οι Beatles. Τέλος πάντων, στα οχτώ κανάλια της έπρεπε να χωρέσουμε κάποτε δεκάδες όργανα και ήχους και δεν θα ξεχάσω τις πολύπλοκες ακροβασίες των είκοσι δαχτύλων μας στη διάρκεια της μίξης. Ούτε θα ξεχάσω ότι κάποτε φέραμε μια μοτοσικλέτα μέσα στο studio, και το γεμίσαμε καυσαέρια, για να ηχογραφήσουμε το μαρσάρισμα και τον ήχο του μοτέρ και της εξάτμισης, για τη "Disco του δακτυλίου". Ήθελα, βλέπεις, το ρυθμό του μοτέρ σαν φυσικό κρουστό που παίζει δέκατα έκτα! [...] 'Οταν είπα στη γλυκύτατη Ραλλού Μάνου την ιδέα μου να τελειώσει το μπαλέτο μ’ ένα τσιφτετέλι, στη διάρκεια του οποίου ο "χορός" θα "δοξάζει" τον λαϊκό τραγουδιστή, τρόμαξε στ’ αλήθεια. Σιγά σιγά όμως άρχισε να της αρέσει η ιδέα και στο τέλος την υποστήριξε όσο κανένας άλλος. Υπέροχη συνεργασία. Κι έμελλε, δυστυχώς, να είναι η τελευταία της.