Την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε ο "Σκληρός Απρίλης του '45" με την ορχηστρική διασκευή ρεμπέτικων τραγουδιών από τα μαγικά χέρια του Μάνου Χατζιδάκι, την ίδια εκείνη σημαδιακή χρονιά, το 1974, τη χρονιά της Μεταπολίτευσης ο μεγάλος συνθέτης μας χάρισε το τελευταίο μουσικό του κόσμημα εμπνευσμένο από το ρεμπέτικο. Πρόκειται για το δίσκο "Τα πέριξ" που ερμηνεύεται αποκλειστικά από την άσημη τότε τραγουδίστρια Βούλα Σαββίδη που πρώτος μας την είχε συστήνει ο Χρήστος Λεοντής το 1971 με το δίσκο "Δώδεκα παρά πέντε".
Αυτή είναι η δεύτερη επεξεργασία ρεμπέτικου υλικού από τον Μάνο Χατζιδάκι με χρήση και του λόγου, όπως είχε πράξει και με τα "Λειτουργικά" που είχαν ηχογραφηθεί νωρίτερα στη Νέα Υόρκη. Η διαφορά των δύο έργων έγκειται στην οργανική συνοδεία, γιατί στα "Λειτουργικά" ο συνθέτης είχε περιοριστεί μόνο σε ένα πιάνο ως συνοδευτικό της φωνής, ενώ στα "Πέριξ" κατέφυγε στη χρήση ολόκληρης ορχήστρας με μια εντυπωσιακή όμως πρωτοτυπία: Απουσιάζει παντελώς το μπουζούκι που βεβαίως ήταν ένα όργανο απόλυτα συνυφασμένο με το ρεμπέτικο τραγούδι. Ο Χατζιδάκις δεν το έκανε τυχαία αυτό και μας δίνει ο ίδιος την εξήγηση:
"...Ας με συγχωρέσει το όργανο μπουζούκι που δεν το μεταχειρίζομαι. Έτσι καθώς κατάντησε καλοντυμένο, πονηρό, σαν λαϊκός αγαπητικός, δεν είναι σε θέση πια να εκφράσει τα μύρια όσα ακριβά μάς κληρονόμησαν οι "άγνωστοι και ανώνυμοι" δάσκαλοι των σεμνών καιρών..."
Σκιώδης συνεργάτης του Μάνου Χατζιδάκι (που πιθανότατα πάντως διεκπεραίωσε όλο το βάρος της ενορχήστρωσης) στάθηκε ο πιανίστας Τάσος Καρακατσάνης, ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από αμέτρητες ενορχηστρώσεις εκείνης της εποχής! Ο συνθέτης έψαξε πολύ, μέχρι να κατασταλάξει στη Βούλα Σαββίδη ως ερμηνεύτρια του δίσκου. Είχε βάλει μάλιστα και σχετική αγγελία αναζητώντας μια φωνή που να αποπνέει το θαμπό ηχόχρωμα μιας Σωτηρίας Μπέλλου ή μιας Μαρίκας Νίνου. Γιαυτό και έχει αφιερώσει την εργασία του στη "μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου που δίχως να το ξέρει με το μαχαίρι της φωνής της χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα των θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής", στοιχεία δηλαδή που ο συνθέτης ανίχνευε στα κλασικά ρεμπέτικα τραγούδια.