Συνεχίζοντας το αφιέρωμά μας στη δισκογραφία του σπουδαίου ερμηνευτή Βασίλη Λέκκα επιστρέφουμε στη δεκαετία του '80, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στο χώρο πλάι στον μεγάλο του μέντορα Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος άλλωστε τον έφερε στο προσκήνιο το 1980 με το έργο "Η εποχή της Μελισσάνθης" (1980), ενώ ήταν από τους βασικούς ερμηνευτές και στην "Πορνογραφία" (1982), απ' όπου ξεπήδησε και η εξαιρετική "Μπαλάντα των αισθήσεων και παραισθήσεων" με τη δική του φωνή στην πρώτη της εκτέλεση.
Το 1983 ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζει έναν ακόμη στιβαρό κύκλο τραγουδιών με τίτλο "Οι μπαλάντες της Οδού Αθηνάς" που καταγράφεται στον επίσημο κατάλογο της εργογραφίας του ως έργο 43 με τον ειδικό χαρακτηρισμό ως Μουσική τελετουργία για τέσσερις φωνές πάνω στην Καταγωγή, τον Έρωτα, την Βία και τον Θάνατο. Περιλαμβάνει δεκαέξι τραγούδια σε στίχους Αγαθής Δημητρούκα, Άρη Δαβαράκη και του συνθέτη με θεματολογία εμπνευσμένη από την επώνυμη κεντρική οδό της Αθήνας που καταλήγει στη βάση του βράχου της Ακρόπολης και κουβαλά ένα δυνατό φορτίο υλικής και άυλης σημειογραφίας. Το έργο σε σπαραγματική μορφή άρχισε να δημιουργείται ήδη από το 1973, αμέσως μετά το "Μεγάλο Ερωτικό", και σχηματοποιήθηκε σταδιακά μέχρι την ολοκλήρωσή του δέκα χρόνια αργότερα. Ο ίδιος ο συνθέτης φρόντισε με δικό του εξομολογητικό κείμενο να μας δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις:
«Η οδός Αθηνάς είναι η καρδιά της Αθήνας. Και η Αθήνα είναι η καρδιά του έθνους. Γι’ αυτό και ό,τι υμνεί την Αθηνάς είναι εθνικό κι ελληνικό μαζί. Κι έτσι όπως έχει τ’ όνομα Θεάς η οδός αυτή και στην κορυφή της την βλογάει ο Παρθενώνας, κανείς δεν της αμφισβητεί την εθνική αξία σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ο δρόμος, η Αθηνάς, έχει πολλά οινομαγειρεία και πιο πολλά πορνεία, κινηματογράφους για κατ’ ιδίαν ερωτικήν απόλαυση, ξενοδοχεία σκοτεινά για άμεση ερωτική περίθαλψη – κάτι σαν Πρώτων Βοηθειών, να πούμε, ερωτικών – χιλιάδες καφενεία για ημερήσια χαύνωση, το Δημαρχείο κι ένα γραφείο κηδειών αλλοτινών καιρών. Στον δρόμο αυτόν κυκλοφορούν εργατικοί, μικροέμποροι, αλήτες, πόρνες, τραβεστί, δημοσιογράφοι, επαρχιώτες μαστρωποί και χίλιοι δολοφόνοι. Αυτό περίπου είναι το σκηνικό. (...) Οι Μπαλάντες αυτές είναι κάτι πέρα απ’ το “σκηνικό” που μίλησα πιο πάνω, κάτι το διαφορετικό. Θα ‘λεγα είναι μια ποιητική σπουδή πάνω στη βία και στην «σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής», όπως το είπε ο Λόρκα μέσ’ απ’ τα ελληνικά του Νικολάου Γκάτσου. Είναι ένας μαίανδρος μελωδικός ευφάνταστων ερωτικών συμπλεγμάτων. Είναι κρυφές αυτοαναλύσεις, εξομολογήσεις και περιδιαβάσεις στον κληρονομημένο αθέατο χώρο της ψυχής μας. Είναι μια μουσική καταγραφή των περιθωριακών μας παρορμήσεων. Τέλος, είναι μια τελετουργική προσπάθεια να φανερωθούν οι σκοτεινές δυνάμεις που μας κυβερνούνε μέσα μας και μας ωθούν, μας οδηγούν αδίστακτα προς την πανάρχαια και τελειωτική μας διαδρομή. Το έργο αυτό το πρωτοσκέφθηκα αφού ολοκλήρωσα την ηχογράφηση του Μεγάλου Ερωτικού, κάπου το '72. Ηχογράφησα μάλιστα και πέντε κομμάτια με τίτλους αυτοσχέδιους, δίχως να ξέρω πώς και προς τα πού να πορευτώ. Γι' αυτό και σταμάτησα. Τα χρόνια που ακολούθησαν το είχα στη σκέψη μου χωρίς να το δουλεύω και ονειρευόμουν την οριστική μορφή του. Το '81 άρχισα να το ξαναδουλεύω, ενώ συγχρόνως το έπαιζα στις συναυλίες μου, βοηθώντας έτσι τον εαυτό μου να το αποσαφηνίσει. Τέλος, μόλις πριν από δύο μήνες ξεκαθάρισα τον στόχο μου και την τελειωτική φυσιογνωμία του έργου».
Ο συνθέτης επέλεξε ως ερμηνευτές του έργου τέσσερις νέους τραγουδιστές, δύο άνδρες και δυο γυναίκες, όλοι προερχόμενοι από τη μεγάλη χορεία των "μαθητών" του, αφού ο ίδιος τους ανέδειξε και τους εμπιστεύτηκε για πολλά χρόνια το καινούργιο του υλικό. Παλιότερος όλων ο Ηλίας Λιούγκος που μας τον είχε συστήσει το 1976 με τα "Παράλογα". Δίπλα του οι νεότεροι Νένα Βενετσάνου, Έλλη Πασπαλά και βέβαια ο Βασίλης Λέκκας. Με την ισχυρή ώθηση που έλαβαν όλοι τους από τη γενναιόδωρη υποστήριξη του μεγάλου συνθέτη κατάφεραν στη συνέχεια να αναπτύξουν σπουδαία καριέρα και να βρίσκονται στο προσκήνιο μέχρι σήμερα μετά από τέσσερις συμπληρωμένες δεκαετίες! Φυσικά ο συνθέτης δε λάθεψε, αφού και οι τέσσερις, είτε στις σόλο ερμηνείες τους, είτε σε μικρά φωνητικά σχήματα, καταθέτουν μνημειώδεις ερμηνείες υψηλής εκφραστικής ευαισθησίας.
Σημαντική ασφαλώς είναι και η συνεισφορά των μουσικών που έχει στη διάθεσή του ο συνθέτης. Βοηθός του εκείνη την εποχή ήταν ο πιανίστας και ενορχηστρωτής Τάσος Καρακατσάνης. Μεταξύ άλλων συμμετέχουν οι κορυφαίοι μουσικοί: Στέλλα Γαδέδη και Πάνος Δράκος (φλάουτο), Νίκος Γκίνος (κλαρινέτο), Βαγγέλης Σκούρας (κόρνο), Δημήτρης Βράσκος (βιολί, μαντολίνο), Βαγγέλης Μπουντούνης και Στέλλα Κυπραίου (κιθάρα), Νίκος Τσεσμελής (κοντραμπάσο). Το εξώφυλλο ζωγράφισε ο Γιάννης Μόραλης. Σημειώνω επίσης ότι ένα μέρος του έργου προσαρμοσμένο σε μορφή μπαλέτου με χορογραφία Maurice Béjart και σκηνικά και κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1992.