Άλλη μια μεγάλη ερμηνεύτρια που συνεργάστηκε με τον
Μάνο Χατζιδάκι σε μια σειρά εμβληματικών έργων που αποτελούν σταθμούς στην ελληνική δισκογραφία, ήταν βέβαια και η
Μαρία Φαραντούρη, μια ερμηνεύτρια που κουβαλούσε τη βαριά προίκα των μεγάλων τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά που εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Μάνος Χατζιδάκις και ήδη την είχε αξιοποιήσει ως βασική του ερμηνεύτρια στα
"Παράλογα" το 1976, ενώ δέκα χρόνια αργότερα θα της γράψει έναν εξολοκλήρου προσωπικό κύκλο τραγουδιών με τίτλο
"Σκοτεινή μητέρα" (1986). Στο ενδιάμεσο όμως είχαν άλλη μια μεγάλη συνάντηση, με την οποία θ' ασχοληθούμε σήμερα.
Το 1980 λοιπόν κυκλοφόρησε το έργο του Μάνου Χατζιδάκι "Η εποχή της Μελισσάνθης" με αριθμό καταλόγου 37, που επισημαίνεται από τον συνθέτη ως καντάτα για ώριμη γυναικεία φωνή, δύο νεανικές ανδρικές φωνές, μικτή και παιδική χορωδία με συνοδεία ορχήστρας δωματίου και στρατιωτική μπάντα με βασικό όργανο το μπουζούκι πάνω σε ένα νοητό αυτοβιογραφικό σενάριο που αναπτύσσεται σε ποίηση του ιδίου.
Η Μελισσάνθη είναι μια από αυτές τις πολυσήμαντες γυναικείες μορφές, άλλοτε υπαρκτές οντότητες που ανάγονται σε σύμβολα κι άλλοτε δημιουργήματα της γόνιμης φαντασίας του, που διατρέχουν το έργο του μεγάλου δημιουργού. Το συγκεκριμένο έργο κυριαρχείται από αυτή την πολυσημία και αναπτύσσεται μορφολογικά ως μια σπουδή στο μπουζούκι με ατέρμονες αναφορές στη μεταπολεμική πορεία του ελληνισμού μέσα από την αγωνιώδη αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας που ποτέ δεν ευοδώνεται, όπως εξηγεί και ο συνθέτης με σχετικό σημείωμα: «Η εποχή της Μελισσάνθης τελείωσε. Σήμερα ζω για πάντα το χαμό της. Κι ο κόσμος μας δεν πάει να γίνει καλύτερος. Με όλα όμως αυτά, δε θέλω να δώσω ιστορικές διαστάσεις στη Μελισσάνθη και στην εποχή της. Επιθυμώ να καταγράψω μόνο την προσωπική μου περιπέτεια και συμμετοχή στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου, έτσι καθώς την έζησα μέσ’ από το σπίτι μου και μέσα από την πόλη που εξακολουθώ να ζω».
Η αλήθεια είναι ότι το θέμα ξεκίνησε ν' απασχολεί τον συνθέτη από τα νεανικά του χρόνια, αμέσως μετά τον πόλεμο, ενώ μια πρώτη μορφοποίησή του άρχισε να σχηματοποιείται είκοσι χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του '60, όταν έγραψε και το ποίημα "Μελισσάνθη" για την πρώτη "Μυθολογία" του, αλλά και πάλι το έργο έμεινε ημιτελές σαν τα περίφημα σχεδιάσματα των "Ελεύθερων Πολιορκημένων" του Σολωμού. Το ξανάπιασε στα χρόνια της Αμερικής και πέρασε ολόκληρη η δεκαετία του '70, ώσπου να πάρει την οριστική του μορφή, όπως αυτή καταγράφεται στην έκδοση του 1980, αφού πρώτα παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά υπό την αιγίδα του Τρίτου Προγράμματος που τότε διηύθυνε ο συνθέτης.
Το έργο περιλαμβάνει οργανικά και τραγουδιστικά μέρη. Ανάμεσά τους και τρία αριστουργηματικά τραγούδια γραμμένα πάνω στους κλασικούς λαϊκούς ρυθμούς του χασάπικου και του ζεϊμπέκικου ("Το πρόσωπο της νύχτας", "Μητέρα κι αδερφή", "Η λησμονημένη") που ερμηνεύει με συγκλονιστικό τρόπο η Μαρία Φαραντούρη. Η ιστορική και συναισθηματική μνήμη ενεργοποιούνται με εμβατηριακούς ρυθμούς της μπάντας, αλλά και φευγαλέους εκκλησιαστικούς ύμνους ("Αι γενεαί πάσαι"), ενώ στο φινάλε του τραγουδιού "Η λησμονημένη", λίγο πριν σβήσει ο ήχος της ορχήστρας, ξαφνικά περνάει μια μικρή ανάσα των πνευστών με το θέμα του "εθνικού ύμνου"!
Στο δίσκο, όπως και στη ζωντανή παρουσίαση του έργου, τα φωνητικά μέρη ερμήνευσαν, εκτός φυσικά από τη Μαρία Φαραντούρη, οι νεοφώτιστοι τραγουδιστές Βασίλης Λέκκας και ο Γιώργος Μιχαλισλής.. Συμμετείχε επίσης η Χορωδία του Τρίτου Προγράμματος υπό τη διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου και η Παιδική Χορωδία "Ροτόντα" Θεσσαλονίκης υπό τη διεύθυνση του Σωκράτη Τουμπεκτσή. Την ενορχήστρωση βέβαια και τη διεύθυνση της ορχήστρας ανέλαβε ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις, ενώ μπουζούκι έπαιξαν ο Χρήστος Ψαρρός και ο Βασίλης Ηλιάδης. Το εξώφυλλο του δίσκου σχεδίασε ο Γιώργος Σταθόπουλος.